Page 40 - Index_Neat
P. 40

σκέψεις της έπαιρναν επικίνδυνη τροπή και το 'κοψε αποφασιστικά αυτή τη φορά, στρεφόμενη σε

            κάτι υλικό και διασκεδαστικό, άσχετο με την ολισθηρή συναισθηματικότητα της στιγμής.  Της
            φάνηκε περίεργο, ότι ενώ υπήρχαν πίνακες και σκίτσα κάποιας αξίας στην οικογένεια, δεν υπήρχε

            κανένα γλυπτό. “Δεν ήμασταν ποτέ 3D οικογένεια, κι έπειτα η απόκτησή τους προϋποθέτει στο

            δικό μας επίπεδο, μια δόση ψώνιου μη αποδεκτή στο πλαίσιο πάντα των απλών προδιαγραφών μιας
            famille bien rangee, κι αυτό είναι όλο. Το γλυπτό απαιτεί διαφορετική σύλληψη του καλλιτέχνη-

            κατασκευαστή...διαφορετικού τύπου αποδοχή...χμ.” Δίπλα, σε μια γωνιά κρυμμένο το μικρό πήλινο
            λιοντάρι από το αρχαιολογικό μουσείο, που είχε αγοράσει μετά την επιστροφή της από την Κέα,

            και παραδίπλα μια χρυσαφιά βενετσιάνικη μικρούτσικη μάσκα, χαρισμένη από έναν εραστή. Δεν
            ήταν ένα τυχαίο δώρο με τουριστική διάθεση αγορασμένο. Ήταν ξεκάθαρα ένα κωδικοποιημένο

            μήνυμα για την debauche που είχαν ζήσει στην Αθήνα πριν χρόνια, και που τους είχε δέσει σε ένα

            μυστηριώδη φιλικό δεσμό τα χρόνια που ακολούθησαν. Την έκρυψε αναστατωμένη. Έκλεισε
            κουρασμένη τη ντουλάπα, και πήγε στο γραφείο της. Άρχισε να μπαίνει στην κατάσταση που

            αντιπαθούσε: να σκέφτεται αντιπαραγωγικά τις αποτυχίες ή τις ασχήμιες της ζωής της. Τα σημεία
            που δεν είχε βρεί ακόμη γιατί συνέβησαν ή γιατί εξελίχθηκαν όπως εξελίχθηκαν. Η μνήμη της

            αναζητούσε κάποια εύκολη λεία, θύμα στην κακή της διάθεση.
            Έψαξε για την κατάλληλη μουσική να συνοδεύσει την κατάδυση στην αυτολύπηση. Ένα Caprice

            για βιολί του  Paganini. Υπό κανονικές συνθήκες, θα της ανέβαζε τη διάθεση, όμως τώρα ήταν

            αλλιώς: της θύμιζε αυτά που είχαν τελειώσει κάνοντας τη ζωή της ένα ρεσιτάλ χαμένου χρόνου. Οι
            ακροβασίες του συνθέτη στο βιολί, της φάνηκαν ανούσιες και κρύες ασκήσεις που ήταν αδύνατον

            να την παρηγορήσουν για τις απώλειές της. Χρειαζόταν κάτι πιο «ζεστό», πιο έντονο. “Όχι κάτι

            ψεύτικο σαν το τανγκό” -ήθελε από καιρό να ξεφορτωθεί τον Piazzola, σκέφτηκε κρατώντας το cd.
            Είχε τόσο συνδέσει το χορό αυτό με τις εμπορικές παραστάσεις που παίζονταν κάθε χρόνο σε

            κάποιο από τα καλοκαιρινά φεστιβάλ, ώστε δεν μπορούσε πλέον ούτε καν να σκεφτεί τι ήταν αυτό
            που τον έκανε τόσο δημοφιλή.  Δεν άναψε το φως. Έμεινε με το αναπόφευκτο τέλος τέτοιων

            ημερών: θυμό και κλάμα. Σαν από ανάγκη και συνήθεια, χωρίς πάθος, ελπίδα ή απελπισία. Το
            κλάμα ήρθε σαν παλιά, βαρετή γνωριμία, άχρηστη αλλά με συναισθηματικό βάρος. Σαν τα faux

            bijoux, το οικογενειακό μυθιστόρημα, το γάμο και τον  Paganini. Σαν κομμάτι της ζωής που θα

            ‘θελε να ξανακερδίσει, αλλά χωρίς την απαραίτητη αξία ώστε να μπει σε τέτοιο κόπο. Πήρε το
            κουτί των παπουτσιών με τους μικρούς θησαυρούς και στάθηκε για λίγο πάνω από τις δύο

            σακούλες στην κουζίνα: σκουπίδια και ανακύκλωση. Με τύψεις που πρόσθετε βάρη στον πλανήτη,
            το έστειλε με δύναμη στον πάτο της σακούλας των σκουπιδιών.







            39
   35   36   37   38   39   40   41   42   43   44   45