Page 426 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 426
στους δικαιούχους ήταν κι ο τυπογράφος Νικόλαος Βλαστός, ο
οποίος επένδυσε πολύ καλά τα λεφτά του σε τράπεζες και ομόλογα
κι έτσι το τυπογραφείο δεν έχει ανάγκη πια από εξωτερική
χρηματοδότηση. Έχει ορθοποδήσει και αποτελεί φάρο της
Ορθοδοξίας και της ρωμιοσύνης.
Επίσης άφησε πεντακόσια χρυσά δουκάτα για τη μελλοντική
οικοδόμηση του ναού των ορθοδόξων της Βενετίας, με την
παράκληση να αφιερωθεί στον Άγιο Γεώργιο. Αλλά, δυστυχώς, βλέπω
να καθυστερεί πολύ το θέμα. Οι αρχές δε μας δίνουν την άδεια και
δεν ξέρω γιατί.
Η νόνα μου άφησε χρήματα για να εξαγοραστούν αιχμάλωτοι
Ρωμιοί που έχουν οι Τούρκοι. Ήξερε πολύ καλά και από πρώτο χέρι
τι σημαίνει να περιμένεις ως σκλάβος να εξαγοραστείς από τους
δικούς σου. Άφησε ακόμα αρκετά ποσά και σε συγγενείς της που
ποτέ ή ελάχιστες φορές είχε και η ίδια δει.
Τέτοια μεγάλη ψυχή ήταν και τόσο πολλά καλά είχε κάνει και για
τη Βενετία και για τον κόσμο της, ακόμα και σε μη Ρωμιούς. Γι’
αυτό στην κηδεία της, θυμάμαι, ήρθε πολύς κόσμος. Οι αρχές δεν
τους άφηναν να μπουν στην εκκλησία του Σαν Ζουλιέν –αυτή ούτως
ή άλλως δε χώραγε πια– αλλά ούτε και στον περίβολο. Λοιπόν
αναγκαστικά κι αυτοί κάθονταν πάνω σε γέφυρες, σε μπαλκόνια
σπιτιών, σε παράθυρα και ακόμα και στις στέγες, προκειμένου να
παρακολουθήσουν την εξόδιο ακολουθία! Η οποία μάλιστα, κατά
απαίτηση του πλήθους, έγινε, πρώτη και μοναδική φορά, έξω, στο
προαύλιο της εκκλησίας. Απίστευτο, αλλά αληθινό. Το είδα με τα
μάτια μου! Τέτοια αγάπη τής είχε ο κόσμος!
Να αναφέρω εδώ ότι πολύ συχνά είχε δώσει μικρά ποσά σε
διάφορους ναούς των καθολικών, όταν αυτοί χτίζονταν. Έφτασε δε
στο σημείο να πουλήσει δικά της ακίνητα, ώστε να βοηθήσει τη δική
μας εκκλησία, εδώ στη συνοικία του Σαν Ζουλιέν. Έτσι, λοιπόν,
στην κηδεία της είχαν έρθει πάνω από τριάντα ιερείς καθολικοί και
μόλις δύο ορθόδοξοι, αφού πρώτα πήραν ειδική άδεια από τη Βενετία.
Είχαμε καλέσει και τον Βενετό επίσκοπο, αλλά αυτός μας αγνόησε.
Ούτε καν απάντησε. Δε μας ένοιαξε όμως ποσώς. Η αγάπη του
κόσμου, Ρωμιών και Βενετών, ήταν απέραντη, όπως το πλήθος που