Page 38 - παράξενες ιστορίες με γάτες
P. 38

σου, τους πονοκεφάλους και τ’ αρθριτικά στα δάχτυ-
            λά  σου...  θα  μπορούσες  να  ’σαι  πάππους  μου  εσύ,
            πάππους…  και δες, δες... είσαι κόκκινος και  ζωντα-
            νός… τρως... πίνεις... άμα λάχει και γαμάς ρε… Χέ-
            στην τη φιλία μας... Μη μου μιλάς για θαύματα και
            υπομονή…  κάνε  μου  τη  χάρη...  μη...  μη…  σταμάτα
            γαμώτο  μου...  βούλωστο…Τώρα  φύγε  ρε...  φύγε...
            θέλω να κλάψω μονάχος... τώρα... τώρα... που η μάνα
            μου λείπει...».

            Ο φίλος σηκώνεται αργά και κάθεται δίπλα του. Κά-
            νει μια κίνηση να του αγγίξει το χέρι. Το ξανασκέφτε-
            ται  και  βάζει  τα  χέρια  γύρω  στους  ώμους  του.  Τον
            τραντάζει ελαφρά.

            - «Εσύ... δε μου ’λεγες… εσύ πως και οι άντρες κλαί-
            νε, ε;... Εσύ δεν το ’λεγες ρε; Ναι... κλαίνε, ναι! Αλλά
            οι άντρες, σαν εσένα, δεν καταθέτουν τα όπλα... δεν
            παραδίδονται...  Ποτέ!  Δεν  παραδίδονται  αμαχητί...
            Δεν χαρίζονται σε κανέναν και δεν χαρίζουν... Τίπο-
            τα! Ποτέ! Η ζωή αξίζει δικέ μου, γαμημένη ζωή αλλά
            αξίζει η ρουφιάνα... αξίζει ρεεεεεε... ακούς, Α-Ξ-Ι-Ζ-
            Ε-Ι! Πόλεμος είναι  η ζωή... πόλεμος σαν τον έρωτα
            τον  μπαγάσα...  γαμημένος  πόλεμος  είναι...  Εμπρός,
            ψηλά το κεφάλι... ψηλά το ηθικό, στρατιώτη!  Πολέ-
            μα  φιλαράκο,  πολέμα...  Αέρα  ρεεε,  αέρααα!
            Σήκω πάνω... σήκω και γάμα τα όλα μ’ ένα ζεϊμπέκι-
            κο  αντρίκειο...    κι  εγώ,  γονατιστός,  το  τσιγάρο  θα
            στρίβω και παλαμάκια θα σου χτυπάω... παλαμάκια...
            θα πίνω και το ποτήρι πίσω μου θα πετάω... και με το
            ’να πιάτο πάνω στ’ άλλο θα τα σπάω... θα κερνάω για
            σένα μάγκα μου, για σένα... και για σένανε θα τα πλη-
            ρώνω... όλα για σένανε, ακούς; για σένανε όλα... μην
            το βάζεις κάτω... όχι τώρα... όχι!...».

            Τον άκουσε, δεν τον άκουσε, ποιος ξέρει. Κλεισμένος



                                     37
   33   34   35   36   37   38   39   40   41   42   43