Page 37 - παράξενες ιστορίες με γάτες
P. 37
Για παρηγοριά. Όπως πάντα.
Παλαιότερο σκηνικό μέσα στο σπίτι.
Σ’ ένα μικρό δωμάτιο ένας μεγάλος μαύρος γάτος
κοιμάται σε μια ξύλινη καρέκλα. Οι δυο φίλοι κάθο-
νται αντικριστά. Ο χλομός νεαρός σ’ ένα χαμηλό ντι-
βάνι με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Ο μεγα-
λύτερος σε ηλικία, στην καρέκλα με το χρωματιστό
χωριάτικο κάλυμμα, να μετρά το κενό που τους χωρί-
ζει. Σαν άγνωστοι, σαν ξένοι.
Θυμώνει ο μικρός. Σηκώνει απότομα το κεφάλι, τον
κοιτάζει κατάματα και αγριεύει.
- «Κοίτα δω ρε... κοίτα με... κοίτα καλά... τι βλέπεις...
ποιον βλέπεις, ποιον... ε; Εμένα βλέπεις ρε, εμένα;...
λέγε ρε, εμένα βλέπεις; Δε μιλάς, ε... τι να πεις, τι να
πεις... Θα σου πω εγώ, εγώ θα σου πω. Κανέναν δε
βλέπεις, κανέναν... Δεν είμαι εγώ αυτός που βλέπεις,
δεν είμαι ρε, δεν είμαι... Τι περίμενες τάχα... να με
γνωρίσεις; Πόσο καιρό έχεις να με δεις... δυο μήνες...
τρεις... Άλλαξα ρε, άλλαξα... γέρασα... πέθανα, πέθα-
να... Μου τρέχουνε σάλια... δεν μιλάω, λαχανιάζω σα
σκυλί... σα δαρμένο του δρόμου γέρικο σκυλί κου-
τσαίνω...
Αλήθεια... έχεις αναρωτηθεί ποτέ, έχεις… ξέρεις...
φαντάζεσαι... νιώθεις πώς… πώς είναι μια ζωή μες
την αρρώστια... ε; πώς είναι η κάθε μέρα μου... η κά-
θε ώρα μου… πώς εκτονώνεται η ψυχή μου… πώς
κλαίει η καρδιά μου… δεν κοιτάζομαι σε καθρέφτη
πια… φοράω μόνιμα καπέλο ή μαντήλι… δε θέλω ν’
ακούω τη λέξη Θεός κι όλο ένα «γαμώτο» μού ξεφεύ-
γει… ένα γαμώτο... Mη μου μιλάς για ύπνο... για κα-
λό φαί… για βόλτες... γκομενιλίκια... εργενιλίκια...
για τα πεθαμένα παλιά... μη μου μιλάς για τα βραβεία
36