Page 36 - παράξενες ιστορίες με γάτες
P. 36
Δεν την κρατούσε τίποτα μέσα. Κάτι βρισιές μουρ-
μούρισε και βγήκε, με την ποδιά στο χέρι, στη βερά-
ντα. Κουτσαίνοντας και βαριανασαίνοντας. Τα χέρια
της, τρεμάμενα αλλά αεικίνητα, να χαστουκίζουν το
ανύπαρκτο αγέρι και σεκόντο να κρατάνε στη φωνή
της. Όσο μπορούσαν πιο δυνατά τα πλεμόνια της, α-
νάμεσα από τον πνιχτό της βήχα, φώναξε.
- «Είναι σπίτια εδώ ωρέ», είναι σπίτια. «Παιδιά, εγγό-
νια! Αρρώστοι! Αθρώποι ωρέ, αθρώποι αρρώστοι! Δε
θα μας στραβώσετε κιόλα, δε θα μας ξεκάνετε...
Ποιον κυνηγάτε απόψε ρεμάλια; Σε ποιους κηρύξατε
πόλεμο, ωρέ ζωντανά, δαιμόνια τση κόλασης, ποιος
σας έφταιξε τούτη τη φορά; Γατί, σκυλί, παπί… Βά-
λατε στο μάτι καμιά ξυλόκοτα, κάνα γεράκι… Κάνα
φτωχαδάκι και πιωμένο τση γειτονιάς... Ή μήπως τση
Λαμπριάς, ωρές, βαράτε; Τση Λαμπριάς, άθεα δίπο-
δα…».
Σταμάτησε απότομα να βρει την ανάσα της. Ένα σφύ-
ριγμα, από το στέρνο της μέσα, έδωσε το σύνθημα.
Ένα βραχνό παράπονο τη συνεπήρε και, σα να ψάχνει
τον φταίχτη οπουδήποτε, μονολογούσε.
- «Εδώ μέσα... μέσα είναι μια μάνα λιωμένη σαν το
κερί... κλαίει το παιδί της πάνου στον σταυρό καρφω-
μένο... πεθαμένο... σαν το γιο της η Παναγιά... Ένα
παλικαράκι ήτανε, ένα παλικαράκι... Στα είκοσι τού
μπήξανε τα καρφιά, στα είκοσι... Στα είκοσί του...
Δεν πρόφτακε να βγει όξω στη ζωή, δεν πρόφτακε να
ζήσει, δεν πρόφτακε τίποτις να χαρεί... τίποτις... Δε
γνώρισε μήτε φιλί μήτε χάδι το τσαμένο... Δεν πρόκα-
με... δεν πρόκαμε... δεν πρόκαμε...».
Κουνούσε το κεφάλι πέρα δώθε, πέρα δώθε βυθισμέ-
νη στον κόσμο της. Ο γάτος είχε έρθει στα πόδια της.
35