Page 32 - παράξενες ιστορίες με γάτες
P. 32
Τις μέρες που αισθανόμουν καλά, άνοιγα το φως για
λίγο, πήγαινα και της αγόραζα μικρά γατίσια πατέ και
την έβλεπα να τρώει με μεγάλες μπουκιές. Τα λεφτά
μου ήταν μετρημένα. Οι δικοί μου έστελναν λεφτά
για τις σπουδές που δεν τελείωναν ποτέ, για το νοίκι
στο δυάρι της Αχαρνών, για τα έξοδα που έχει ένας
άνθρωπος της ηλικίας μου. Μου έμεναν πολλά. Δεν
ξόδευα τίποτα παραπάνω απ’ τα απαραίτητα. Δεν
ήξεραν τίποτα για την αρρώστια μου, για το σκοτάδι
στην ψυχή μου, για το παντζούρι που δεν άνοιγε παρά
μόνο για μια γάτα.
Φώναξα με όλη τη δύναμη της φωνής μου. Η Σκιά
άργησε υπερβολικά πολύ να χτυπήσει με το πόδι της
το παντζούρι να της ανοίξω. Έκανα να σηκωθώ. Με-
τά βυθίστηκα σε ύπνο και ξύπνησα χωρίς να ξέρω αν
είναι μέρα ή νύχτα. Είχα πετάξει το ρολόι εδώ και
μήνες. Με άγχωνε να ξέρω πως υπάρχει χρόνος που
περνάει ερήμην μου, εναντίον μου. Σηκώθηκα απ’ το
κρεβάτι κι άνοιξα το παντζούρι. Η γάτα περίμενε απ’
έξω χωρίς να κάνει κίνηση να μπει. Την έβαλα με το
ζόρι. Σε λίγη ώρα ζήτησε να ξαναβγεί. Και άργησε
ξανά. Το «ξανά» ήταν πολλές ώρες. Ήμουν σίγουρη,
γιατί είχε πια νυχτώσει.
Η Σκιά ήθελε να φύγει, το είχα καταλάβει. Δεν τη
χωρούσε πια το δυάρι, δεν ανεχόταν τον ύπνο μου,
γιατί αυτή δεν είχε ύπνο, είχε μάτια διεσταλμένα και
ανήσυχα, το κορμί της έμοιαζε λάστιχο να τεντωθεί,
να φύγει. Άρχισα ν’ ανοίγω το παράθυρο συχνότερα,
τα μάτια μου άρχισαν να βλέπουν το φως της μέρας
με απρόθυμη συγκατάβαση, έπρεπε να ξέρω πού πά-
ει, γιατί δεν έρχεται. Μέχρι που βαρέθηκα να σηκώ-
νομαι συνεχώς απ’ το κρεβάτι κι άφησα το παντζούρι
να χάσκει ρίχνοντας κλεφτές ματιές. Κι ερχόταν, πιο
31