Page 29 - παράξενες ιστορίες με γάτες
P. 29
θτιαν από την Ιθπανία, – που το ’να του μάτι ήτουν
γυάλινο, διά τούτο και ζοχάδας – ένα ραβασάκι, λέω,
στα φραντσέζικα, με τα δέοντα γαργαλιστικά• και σα
να μην έφτανε αυτό, μια γκράντε πόστα κάρτα, που
μου μοστράριζε η καλή σου πάνω σε καλαθούνα τα
κάλλη της τα τρίχινα, με φιούμπες(26) και με φιό-
γκους και τα μπιρμπίλια των ματιών της να λάμπουνε
σα φινιστρίνια. Αααχ!
Αντελήφθης τώρα για τι πλάσμα θεσπέσιο μιλούμε
και νιαουρίζουμε; Και να βρει ν’ αγαπήσει ποιόν; Ε-
μένα! το ναυτάκι το μόρτικο, το αλάνι των νοτίων
θαλασσών, που δεν είχα αφήσει γάτα για γάτα στις
σκάλες που πιάναμε. Τι Κίττες, τι Λόλες, τι Ριρές, τι
Λίτσες! Ολάκερη γούνινη στρατιά! Και την έπαθα κι
εγώ, αδερφόγατέ μου, σαν νιαουράκι στραβό και γα-
λατιάρικο, και η δόλια η γατίσια καρδιά μου, είχε γί-
νει ροκανίδι για χάμστερ, σε λέω, μάιστα! Εγώ! Ο
Γκάτο Σεραπινέλι, αιγαιοπελαγίτης από τη μάνα μου
και βενετσιάνος από τον πάπα μου, μαρκονιστής στον
«Γατόπαρδο» τον σκυλοπνίχτη, διασωθείς του πνιγ-
μού, μοστραδόρος και ιναμοράτο(27) με περσίδα
μαργιόλα και πρασινομάτα και από τζάκι, περικαλώ!
Και κει που πάλευα με τα νερά και παιδευόμουνα να
ξεκολλήσω τον Θεμπάθτιαν, που με είχε αρπάξει από
το σβέρκο, μου καρφώθη στο μυαλό η έννοια, αν δώ-
σει και σωθούμε κι από τούτο το ντράβαλο(28), μα
τον Aη- Νικολόγατο, η πρώτη μου δουλειά, μόλις πα-
τήσουμε στεριά και έχουμε ακόμα τις γούνες στο πε-
τσί μας και το τσερβέλο(29) μας στη θέση του, να
βγάλω και ’γω την αφεντιά μου μια φωτογραφία. Με
τα σέα μου και τα μέα μου• παναπεί με τα ναυτικά
μου, με τις κολαρίνες(30) μου, και τον μπερέ μου λο-
ξά βαλμένο και το μάτι μου το μόρτικο μισοκλεισμέ-
νο, να τήνε δώκω στην αμορόζα, να μ’ έχει και κείνη
φάτσα κάρτα, να με μοστράρει σ’ τσι φιληνάδες της
28