Page 24 - παράξενες ιστορίες με γάτες
P. 24
είχε καταδώσει και τότενες στη Μαρσίλια, που ο
Γουίλ ο μαύρος θερμαστής, ήφερε αναφανδόν ούλο
το μπαλέτο της Μαντάμ Ορτάνς στο πλοίο και τα κο-
πανάγαμε γκαρίζοντας και γαμπρίζοντας δυο μερόνυ-
χτα. Αύγουστος ήτανε θαρρώ. Τότε που σάπιζαν τα
μέλια, που λέει κι ο αμανές. Η Μαντάμα η Ορτάνς
ήσανε η αποτέτοια του Γουίλυ, η αγαπητικιά ντε! Της
είχε μεγάλη αδυναμία ο Γουίλ… εμ και πώς να μην
της έχει; Ήτουν μια αυτή, μελαψή -μελαψή, γυαλι-
στερή και μόρτισσα από τσι λίγες. Διατηρούσε ένα
γατοκαφέ σαντάν – και μορτάν, θα συμπλήρωνα ελό-
γου μου –, γιατί ούλοι που συχνάζαμε ήμασταν βέροι
μόρτες, όχι αστεία!
Χαρτί και καλαμάρι ο Σπάι στον Κομαντάντε, κι απέ
αυτός μας ανίμενε με τέτοια φούρια στην μπούκα(12)
του λιμανιού να αριβάρουμε(13) απ’ τσι βόλτες και
τσι βεγγέρες• και, να, μετά, μπαλαούρο(14) και νη-
στεία για κάνα μήνα. Γίναμε σαν τσι ρέγγες από την
αδυναμία και τσι μαύρες μαυρίλες του μπαλαούρου.
Κοντέψαμε να φάμε ο ένας τον άλλονε. Για τον καπε-
τάνο-Μαντραπίλ φύλαξε ιδιαίτερη περιποίηση. Τον
έστειλε εξορία στο Ντόγκβιλ, ένα διαολόνησο με κάτι
σκύλαρους δυο μέτρα, να σε πιάσουν στα δόντια τους
και να σε κάνουν κιμά για μπιτόκ. Γύρισε ο Μαντρα-
πίλας μ’ ένα πόδι λιγότερο, μα μυαλό δεν γέννησε.
Μονέδα δεν έδινε.
Μια άλλη φορά πάλε, του καρφώθη του Καπετάνο
στο τσερβέλο να πάμε κόστα- κόστα(15), και με την
μπαντιέρα κορδωμένη να κάνουμε παράτα με μό-
στρες και σαλουδάρες(16) μπροστά απ’ τα νησιά των
Μολοσσών, που οι δοντάρες και τα αλυχτίσματά τους
– από τη λύσσα τους που μοστραριζόμασταν – μας
κόψανε τη χολή, και σηκώθη η τρίχα μας κάγκελο•
τόσο που μερικοί πέσανε στη θάλασσα απ’ την τρο-
μάρα, άλλοι μπήκανε αφ’ εαυτού τους στη σαλαμού-
23