Page 69 - παράξενες ιστορίες με γάτες
P. 69

συντριπτική,  εκκωφαντική,  σίγουρη  δική  μου  ήττα.
            Με γέμιζαν γρατζουνιές, μπορεί να τις πείραζα κι εγώ
            λίγο,  να  τραβούσα  καμιά  ουρά,  να  τις  κορόιδευα,
            όπως  τότε  που  νόμισα  ότι  έγινα  γάτα,  με  τη  στολή
            που έραψε η μαμά για την αδελφή μου για να ντυθεί
            κουνελάκι, εγώ με την ίδια στολή και με τα νύχια μου
            δυνατά και κοφτερά, τα δάχτυλα σε θέση μάχης, το
            σώμα ευκίνητο και ευλύγιστο, τα γατίσια μάτια μου,
            έτοιμη για μια αναμέτρηση με όλες τις γάτες της αυ-
            λής. «Να! κοιτάξτε με, γάτα είμαι κι εγώ!».  Μαζεύ-
            τηκαν όλες γύρω μου, οι γάτες της αυλής, με κοίτα-
            ξαν, με μύρισαν, χωρίς κανένα γουργουρητό, κανένα
            τρίψιμο στα πόδια,  άρχισαν να απομακρύνονται μια
            μια,  με  βλέμματα  περιφρονητικά  και  χλευαστικά.
            Άκουσα τους μεγάλους να γελάνε.


            Ντυμένες  με  κομψά  ταγιεράκια  και  ψηλοτάκουνες
            γόβες λεπτές, φτάσαμε από Σαλόνικα, στο αεροδρό-
            μιο του Ελληνικού, η αδελφή μου κι εγώ, με λαχτάρα
            μεγάλη και ανυπομονησία  να υποδεχτούμε την άλλη
            μας  αδελφή  που  ερχόταν  από  New  York,  μετά  από
            χρόνια. Με τα μαλλιά ξανθά μέχρι  τη μέση, μπότες
            καουμπόικες, φόρμα τζιν, ξεχωρίζει από μακριά.  Η
            Λούση  με  διαμαντένιο  κολιέ,  βγαίνει  από  το  ειδικό
            κουτί της, η αδελφή μου την παίρνει αγκαλιά και μας
            την  γνωρίζει.  Την  γκρίζα  γάτα.  Εμείς  δεν  ξέρουμε
            πού να κρυφτούμε από την ντροπή μας για την εμφά-
            νιση της αδελφής μας και, αυτή με τη γάτα, νιώθουν
            ακριβώς τα ίδια «σαν χωριάτισσες είστε», της ξεφεύ-
            γει χωρίς να το καταλάβει. Η Λούση με παραμονεύει
            πίσω από την πόρτα του μπάνιου. Μόλις  χώρισα από
            τον πρώτο μου λάθος γάμο, ήρθα στη μαμά για λίγο
            καιρό μέχρι να οργανωθώ και να γίνω καλά, βγήκα το
            απόγευμα  για να πάω στο γιατρό και γύρισα το βρά-
            δυ. Η Λούση νομίζει ότι έφυγα μια και καλή και όταν



                                     68
   64   65   66   67   68   69   70   71   72   73   74