Page 262 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 262
«Οι Τούρκοι ήλπιζαν να πάρουν πολλά λεφτά από αυτούς κι έτσι
μας ξεχώριζαν, όπως κάνει ο τσομπάνος με τα πρόβατα και τα
ερίφια».
«Για τους δικούς μου… εννοώ τους άντρες της οικογένειάς μου…
έμαθες κάτι;»
Τον είδα να χαμηλώνει το κεφάλι. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα
πάλι. Δε χρειάστηκα περισσότερες εξηγήσεις. Μόνο τον ρώτησα:
«Ξέρεις πού είναι οι τάφοι τους;»
«Όχι», είπε κουνώντας πέρα-δώθε το κεφάλι του. «Αλλά και
πάλι…»
Σώπασε. Σκούπισε τα μάτια του κι ύστερα από λίγο συνέχισε:
«Κυρά, θα είναι μάταιος κόπος να ψάξεις».
«Γιατί το λες αυτό;»
«Έμαθα αργότερα, μια βδομάδα αφότου σταμάτησε το μακελειό,
ότι οι Τούρκοι είχαν φτιάξει τεράστιους σωρούς από πτώματα έξω
από την πόλη».
«Πού ακριβώς;»
«Στη μεγάλη πεδιάδα. Εκεί έκαιγαν τα πτώματα, για να μην
πέσουν αρρώστιες. Τα είδα κι εγώ δηλαδή από τη φυλακή μου, κοντά
στα τείχη».
«Σοβαρά μιλάς;»
«Ναι σου λέω! Βρομοκόπαγε ο τόπος. Οι φωτιές έκαιγαν δύο
εβδομάδες… ίσως και παραπάνω, μέχρι να ξεκαθαρίσει ο τόπος από
τα πτώματα. Γιατί η πόλη ήταν γεμάτη απ’ άκρη σ’ άκρη. Όχι μόνο
με Ρωμιούς. Και με Βενετούς και Ισπανούς και Φράγκους».
«Δηλαδή και οι Δυτικοί…»
«Πλήρωσαν κι αυτοί το τίμημα για την αγάπη που είχαν γι’ αυτή
την πόλη, κυρά. Άλλοι λένε ότι οι Τούρκοι πέταξαν στη θάλασσα
χιλιάδες νεκρούς, ακόμα και τους δικούς τους».
«Τους πέταξαν στη θάλασσα;»
«Ναι. Μέχρι που τους κατάπιε όλους…»
«Εσύ πώς κατέληξες να φοράς τούρκικα ρούχα, Σωτήριε; Και να
φυλάς το κοντάρι;»
«Μεγάλη ιστορία, κυρά. Στο κελί που με είχαν μαζί με άλλους,
έπιασα μια μέρα κουβέντα με ένα φύλακα. Ήταν ένας γεράκος, πιο