Page 261 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 261
Και ξαφνικά έγινε κάτι που ακόμα και τώρα που το γράφω,
ταράζομαι. Είδα εκείνο το θηρίο να γονατίζει μπροστά στα πόδια μου
και να μου πιάνει τα γόνατα. Είχα μείνει άφωνη. Μόνο που δε μου
ήρθε κόλπος! Δεν ήξερα τι να κάνω.
Μα ποιος είναι τούτος εδώ, Θεέ μου; Σίγουρα χριστιανός αλλά
εξισλαμισμένος. Ωστόσο, ξέρει ποια είμαι για να με προσκυνάει,
σκεφτόμουν σαστισμένη.
«Κυρά… κυρά, δε με κατάλαβες ακόμη;» τον ακούω να μου λέει.
Έβγαλε το τουρμπάνι του και με δακρυσμένα μάτια πήγε πιο
κοντά στα κεριά που έκαιγαν παντού μέσα στο δωμάτιο. Και τότε
ήρθε η δεύτερη έκπληξη:
«Κυρά… εγώ είμαι… ο Σωτήριος».
«Σωτήριε!»
Μου έγνεψε καταφατικά μέσα από τα δάκρυά του. Σχεδόν έχασα
τον κόσμο από τα μάτια μου. Ευτυχώς έπεσα στα τεράστια χέρια του
και με μετέφερε στο κρεβάτι μου. Πήρε μια καρέκλα και κάθισε
δίπλα μου. Κλαίγαμε κι οι δυο κάμποση ώρα, κρατώντας ο ένας τα
χέρια του άλλου. Αφού κουραστήκαμε, τότε πια μου τα είπε όλα.
Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στην Πόλη, τον έπιασαν αιχμάλωτο. Με
το σπαθί στο χέρι προσπάθησε να υπερασπιστεί το παλάτι μας, το
σπίτι μας, το μέρος όπου είχε κι αυτός μεγαλώσει. Αλλά ήταν μόνος
ανάμεσα σε εκατοντάδες εχθρούς. Υπερασπιζόταν το δωμάτιο όπου
ήταν κλεισμένοι όλοι οι δικοί μου… εννοώ οι γυναίκες της
οικογένειάς μου. Και μάλιστα η μάνα μου ήταν άρρωστη στο
κρεβάτι.
«Εγώ, κυρά, ήμουν ξεγραμμένος. Με είχαν πιάσει με το σπαθί στο
χέρι και… καταλαβαίνεις».
«Τελικά πώς σώθηκες;»
«Ήξερα τουρκικά… θυμάσαι;»
«Ναι. Λοιπόν;»
«Παραδόξως μου φάνηκαν χρήσιμα. Γιατί όταν με συνέλαβαν κι
εγώ τους μίλησα τη γλώσσα τους, για καλή μου τύχη δε με
σκότωσαν. Τους φάνηκε περίεργο που μίλαγα τουρκικά. Μ’ έριξαν
στη φυλακή, εννοείται σε χωριστό κελί από τους αρχόντους».
«Γιατί αυτό;»