Page 260 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 260
25
Περίμενα με αγωνία τον τσαούση που φύλαγε το κεφάλι του
συζύγου μου, του αυτοκράτορα, στην κεντρική πλατεία της Πόλης.
Στο μεταξύ επαναλάμβανα, ξανά και ξανά, από μέσα μου αυτά που
θα του έλεγα. Έπρεπε να είμαι ψύχραιμη.
Άραγε θα είναι κανένας καλός Τούρκος; σκεφτόμουν. Εκείνες τις
μέρες στην Πόλη είχα δει μερικούς καλόκαρδους Τούρκους να δίνουν
ελεημοσύνη σε Ρωμιούς. Κάποιοι μοίραζαν και τρόφιμα. Χμ… Λες να
υπάρχουν και καλοί Τούρκοι; Αλλά γιατί όχι; Παντού υπάρχουν
καλοί άνθρωποι.
Ξαφνικά άκουσα χτυπήματα στην πόρτα. Πετάχτηκα απότομα και
πριν απαντήσω έκανα το σταυρό μου. Η μεγάλη ώρα έχει πλέον
έρθει. Κουράγιο… Είπα «εμπρός» και είδα την πόρτα να ανοίγει.
Ένας άντρας μπήκε με αργά βήματα. Τον κοίταξα από πάνω μέχρι
κάτω. Ήταν πράγματι θηριώδης. Το κεφάλι του μόλις που δεν
ακούμπαγε στον μικρό πολυέλαιο με τα κεριά που κρεμόταν από το
ταβάνι του δωματίου μου. Είχε μουστάκες και φόραγε τουρμπάνι
στο κεφάλι. Δεν ήταν οπλισμένος, είχε πάνω του μόνο ένα μικρό
μαχαίρι που δεν επέτρεψε στους δικούς μου να του το πάρουν. Μετά
τις τυπικές και συγκρατημένες χαιρετούρες, του είπα με σοβαρό
ύφος:
«Έμαθα ότι μιλάς ελληνικά».
Εκείνος μου έγνεψε καταφατικά και την ίδια στιγμή με κοίταζε με
έναν περίεργο τρόπο.
«Καθίστε», του είπα.
Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
«Ξέρεις τι σε θέλω;»
Έγνεψε καταφατικά.
«Ξέρεις ποια είμαι;»