Page 258 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 258
Αυτοί ξεροκατάπιαν και κοιτάχτηκαν. Εγώ συνέχισα:
«Θυμάστε έναν τύπο που φώναζε ποιος ήταν ο νεκρός στο
κοντάρι και ότι όλοι πρέπει να τον βλέπουν και να φοβούνται το
σουλτάνο;»
«Ναι. Λοιπόν;» ρώτησε ο Μάρκος.
«Θα παραφυλάξετε να δείτε πού μπαίνει. Βρείτε κι ένα διερμηνέα.
Στην Πόλη κυκλοφορούν πολλοί που μιλάνε δύο γλώσσες. Αυτός θα
σας πει ποιος είναι ο υπεύθυνος της φρουράς…»
«Και θα τον πληρώσουμε για να μας δώσει το κεφάλι;» ρώτησε
πάλι ο Αλέξιος.
«Όχι, βρε κουφιοκέφαλε! Λέγονται έτσι απλά αυτά τα πράγματα;
Θα του πείτε ότι η κυρά σας θέλει να τον δει για κάτι σημαντικό».
«Και θα μας πιστέψει;»
«Γιατί όχι; Εξάλλου θα του αφήσετε και ένα δωράκι…»
«Χρήματα;»
«Ακριβώς! Δε νομίζω ότι θα αρνηθεί μια συνάντηση. Θα του πείτε
ότι θέλω να τον συναντήσω εδώ».
«Εδώ… στο ξενοδοχείο;» ρώτησε ο Αλέξιος.
«Ναι. Θα του πείτε να έρθει το βράδυ. Και μετά… θα δω εγώ τι θα
του πω για το κεφάλι».
Οι άλλοι δύο με κοίταζαν ξεροκαταπίνοντας. Ήξεραν ότι ήταν
δύσκολη δουλειά, αλλά τελικά δέχτηκαν να πάνε.
Εδώ να διευκρινίσω ότι ακόμη δεν τους είχα πει ότι ήμουν η
αυτοκράτειρα. Ήξεραν ότι ήμουν μια πλούσια Ρωμιά που έψαχνε
τους δικούς της και τίποτα περισσότερο. Επίσης ότι ήμουν φίλη του
αφέντη τους, του Ιουστινιάνη, κι ότι, αφού αυτός μου τους είχε
παραχωρήσει και τους δύο, όφειλαν να με υπηρετούν.
Λοιπόν την επομένη, από το πρωί κιόλας, ξεκίνησαν.
Ακολούθησαν το σχέδιό μου κατά γράμμα. Πράγματι, το απόγευμα
μου έφεραν έναν έμπιστο μεταφραστή. Του εξήγησα ποια ήταν η
δουλειά και όλα τα σχετικά. Ήταν ένα καλό ανθρωπάκι, που
συμφώνησε χωρίς πολλές ερωτήσεις. Πήρε το μπαχτσίσι του, δηλαδή
την αμοιβή του, που λένε και οι Τούρκοι, κι έφυγε. Την επόμενη
μέρα ακολούθησε τους υπηρέτες μου και το βραδάκι επέστρεψαν με
καλά νέα· η δουλειά είχε κανονιστεί τελικά με έναν θηριώδη, όπως