Page 257 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 257
κεφάλι. Γύρω του πηγαινοέρχονταν και χαριεντίζονταν καμιά δεκαριά
τσαούσηδες οι οποίοι φύλαγαν το κοντάρι.
Δεν τόλμησα να ρωτήσω ποιανού κεφάλι ήταν αυτό. Άλλωστε τον
αναγνώρισα από τη γαμψή μύτη του. Γιατί τίποτε άλλο δεν είχε
απομείνει ώστε να με βοηθήσει περισσότερο. Τα πουλιά τού είχαν
φάει τα μάτια και τη γλώσσα. Επιπλέον πάνω στο κεφάλι υπήρχε κι
ένα ξύλινο ευτελές στέμμα. Χωρίς αμφιβολία, ήταν το κεφάλι του
αυτοκράτορα, του άντρα μου, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Δραγάση.
Κόντεψα να λιποθυμήσω. Οι υπηρέτες μου με σήκωσαν και με
πήγαν σ’ ένα κοντινό ξενοδοχείο. Εκείνη τη μέρα δε φύγαμε από την
Πόλη. Όταν αργότερα συνήλθα, τους εξήγησα το λόγο της λιποθυμίας
μου. Τους είπα δηλαδή ότι πριν πέσει η Πόλη ήμουν πλούσια αυλική
στο παλάτι. Επίσης μακρινή συγγενής του αυτοκράτορα που τον
αγαπούσα και τον σεβόμουν. Λίγο-πολύ ήταν αλήθεια όλα αυτά. Και
στη συνέχεια τους μίλησα για το σχέδιο που είχα καταστρώσει.
Αυτοί με κοίταζαν με απορία.
«Μα, κυρά… τι λες; Πώς είναι δυνατόν;» είπε ο Μάρκος έντρομος.
«Να κλέψουμε το κεφάλι του αυτοκράτορα;» συνέχισε ο Αλέξιος.
«Ναι… γιατί όχι;»
Τους κοίταζα σαν να τους έλεγα ότι αυτό είναι το πιο απλό
πράγμα στον κόσμο. Εκείνοι αντάλλαξαν βλέμματα απορημένοι.
«Γιατί να το κάνουμε αυτό;» είπε πάλι ο Αλέξιος.
«Είμαι Ρωμιά και… και δεν αντέχω τέτοιο εξευτελισμό!»
«Εντάξει, είναι σκληρό, αλλά πάει, τέλειωσε», πρόσθεσε ο
Μάρκος.
«Ο άνθρωπος, κυρά», συμπλήρωσε διστακτικά ο Αλέξιος, «είναι…
νεκρός. Κι αν τολμήσουμε να πάμε κατά κει, θα… θα μας κάνουν
κομματάκια. Δεν είδες πώς τον φυλάνε; Δε μας λυπάσαι;»
«Ε τότε θα πρέπει να υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος», είπα
αποφασιστικά.
«Δηλαδή;»
«Θα το εξαγοράσουμε, παιδιά!»
«Είναι δυνατόν;» ρώτησε ο Αλέξιος.
«Θα πάτε να βρείτε τον υπεύθυνο της φρουράς…»