Page 266 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 266
δάκρυά μου, αντάξια της τίμιας κάρας που τώρα υποδεχόταν.
Κλείσαμε το μικρό κιβώτιο κι εγώ σκούπισα τα μάτια μου. Το
βλέμμα μου καρφώθηκε μια τελευταία φορά στον δικέφαλο αετό που
ήταν χαραγμένος στο καπάκι. Ήταν ακριβώς ίδιος με αυτόν που
φόραγε στο στέμμα του ο αυτοκράτορας τη μέρα του γάμου μας.
Ήταν η μοναδική φορά που τον είδα να το φοράει, όσο τουλάχιστον
ήμασταν παντρεμένοι. Τόσο σεμνός και ταπεινός ήταν ο
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Όταν τελειώσαμε, άνοιξα το προσευχητάρι, πάντα το είχα μαζί
μου και το έχω ακόμη, κι άρχισα να διαβάζω προσευχές. Μου πήρε
μια ώρα, διάβασα κι έναν εσπερινό κι όλη τη θεία λειτουργία. Δεν
υπήρχε περίπτωση να το κάνει κανένας άλλος για τούτον τον
άνθρωπο. Στο τέλος, μαζί με τον Σωτήριο του διαβάσαμε και μια
επιμνημόσυνο δέηση, καταπώς ορίζει η θρησκεία μας.
Εκείνη τη νύχτα έβρεχε ο Θεός με το Θεό, που λέμε. Ήταν λοιπόν
η ώρα για την τελευταία πράξη του δράματος που αφορούσε το
σύζυγό μου· να πάμε να τον θάψουμε. Μέσα στη νύχτα και με τέτοια
βροχή, κανένας δε θα έδινε σημασία σε δυο σκιές που θα κινούνταν
αθόρυβα μέσα στους σκοτεινούς δρόμους.
Εγώ κι ο Σωτήριος βγήκαμε με προσοχή κι αρχίσαμε να
περπατάμε ανάμεσα στα έρημα σοκάκια. Εκείνος ήξερε καλά το
δρόμο κι ύστερα από καμιά ώρα φτάσαμε στην εκκλησία που από
πριν είχαμε συμφωνήσει ότι θα πάμε. Δε θα πω το όνομά της, γιατί δε
θέλω όσοι διαβάσουν αυτό το βιβλίο να πάνε κάποια μέρα και να
σκάψουν, για να διαπιστώσουν αν λέω αλήθεια. Καλά αναπαύεται
εκεί η κάρα του συζύγου μου, ο Θεός να τον συγχωρέσει. Μόνο θα
πω ότι αυτή η εκκλησία ήταν από τις λίγες που μας είχαν αφήσει οι
αντίχριστοι τότε, ώστε να κάνουμε τις γιορτές μας. Σήμερα δεν ξέρω
τι έχει απογίνει. Ίσως και να την έχουν γκρεμίσει οι μουσουλμάνοι.
Πουθενά δεν υπήρχε ψυχή. Δεν μπήκαμε μέσα στο ναό· ήταν
εξάλλου κλειδωμένος. Πήγαμε στον μικρό κήπο πίσω από την αψίδα
του ιερού. Εκεί, ανάμεσα στα άλλα δέντρα υπήρχε και μια μεγάλη
μηλιά. Ο Σωτήριος έσκαψε στο μαλακό χώμα, περίπου ένα μέτρο
βάθος, και παραχώσαμε την κάρα του να αναπαύεται στην
αγαπημένη του Πόλη. Στον κορμό του δέντρου ο Σωτήριος χάραξε