Page 272 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 272

λέει:
    «Δε μου είχες υποσχεθεί ότι δε θα ρωτήσεις ποτέ;»
    Δεν  είπα  τίποτα.  Αλλά  κατάλαβε  ότι  περίμενα  μιαν  απάντηση.
  Τότε  με  πλησιάζει  και  βγάζει  από  την  τσέπη  του  κάτι.  Ήταν  ένα
  μικρό κλειδί.
    «Τι είναι αυτό;» του λέω.
    «Τελευταίο συρτάρι κάτω δεξιά… στο γραφείο μου».
    Χωρίς  άλλη  κουβέντα,  απομακρύνθηκε  από  κοντά  μου
  χολωμένος. Η αγωνία μου είχε φτάσει στο απόγειό της. Έσκυψα από
  το μπαλκόνι και λίγο αργότερα τον είδα να φεύγει με το γονδολιέρη
  μας. Αμέσως μπήκα στο σπίτι και πήγα κατευθείαν στο γραφείο του.
  Άνοιξα το συρτάρι που μου είπε κι εκεί μέσα βρήκα ένα ημερολόγιο.
  Είχε καταγράψει την πολιορκία όπως την είχε ζήσει ο ίδιος.
    Και δε μου είπες ποτέ τίποτα; Γιατί; Αγάπη μου, τόσος πόνος και
  τον  κράτησες  δικό  σου,  μυστικό…  τόσα  χρόνια;  Γιατί;  σκέφτηκα
  εκείνη την ώρα. Με πήραν τα δάκρυα. Τον είχε πονέσει τόσο πολύ;
  Αλλά γιατί όχι; Εκεί έχυσε το αίμα του. Εκεί έζησε τη μισή του ζωή,
  ο  αγαπημένος  μου!  Κατά  κάποιον  τρόπο  ήταν  η  πατρίδα  του.
  Λοιπόν,  τι  είχε  γίνει  εκείνες  τις  μέρες  στην  Πόλη;  Γιατί  ποτέ  δε
  θέλησε να μου πει κάτι;
    Δεν  καθυστέρησα  άλλο.  Σκέφτηκα  ότι  όλες  οι  απαντήσεις  στα
  ερωτήματά μου ήταν καταγεγραμμένες εκεί. Το διάβασα ρουφώντας
  κάθε  λέξη  του  αγαπημένου  μου.  Κι  όταν  το  ολοκλήρωσα,  έχοντας
  μαζί μου και το βιβλίο του Ιουστινιάνη, και από διηγήσεις που είχα
  συγκρατήσει  στο  μυαλό  μου  άλλων  αυτοπτών  μαρτύρων  και
  πολεμιστών, έγραψα αυτό που θα διαβάσετε στη συνέχεια.
    Ο  στρατός  του  σουλτάνου  ήταν  αναρίθμητος.  Είχε  μαυρίσει  η
  πεδιάδα  της  Κωνσταντινούπολης  από  τις  ατέλειωτες  ορδές.  Άλλοι
  υπολόγιζαν  ότι  ήταν  200.000  άντρες  και  άλλοι  250.000.  Ο
  αυτοκράτορας, θυμάμαι, μου είχε πει κάποια στιγμή ότι, θεωρητικά,
  για να αντέξουμε σε μια επίθεση των Τούρκων, θέλαμε γύρω στους
  50.000  άντρες.  Πόσους  είχαμε;  Με  τη  βία  10.000,  μαζί  με  τους
  2.000  μισθοφόρους.  Απ’  όλους  τους  μισθοφόρους  που  προσέτρεξαν
  σε  βοήθειά  μας,  τη  μέγιστη  θα  έλεγα  υποστήριξη  πρόσφερε  ο
  γενναιότατος Γενοβέζος Ιωάννης Ιουστινιάνης Λόγγο. Αυτός έφτασε
   267   268   269   270   271   272   273   274   275   276   277