Page 331 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 331
Αυτό ήταν για κείνους τους άθλιους η υπέρτατη απειλή κι όχι ο
Τούρκος που σχεδόν κάθε χρόνο με τις επιδρομές του ρήμαζε απ’
άκρη σ’ άκρη τον τόπο τους.
Μη σας φαίνεται υπερβολή αυτό. Διαβάστε και θα καταλάβετε τι
εννοώ. Το χειμώνα του 1454 έκανε πολύ κρύο και είχε χιονίσει
ακόμα και μέσα στη Βενετία, ενώ σε πολλά μικρά κανάλια είχε
παγώσει το νερό και μπορούσες άνετα να περπατήσεις πάνω τους.
Εγώ βέβαια είχα τον μικρό μου σ’ ένα δικό του δωματιάκι αρκετά
ζεστό και ποτέ δεν τον άφηνα μόνο του. Πάντα, ακόμα και τα
βράδια, έμενε μαζί του μια υπηρέτρια για παν ενδεχόμενο.
Ο πεθερός μου από το Ναύπλιο, εννοώ ο Μπερτούκκιος
Κονταρίνι, με είχε συμβουλέψει πριν φύγω: «Να έχεις πάντα κοντά
σου και κοντά στο μωρό ανθρώπους που εμπιστεύεσαι απόλυτα».
Θεώρησα τότε ότι ήταν υπερβολικός, μιας και θα βρισκόμουν πια
στη Βενετία, τόσο μακριά από την Πόλη και τον Μοριά, άρα και από
οποιονδήποτε κίνδυνο που μπορεί να προερχόταν από τους
Παλαιολόγους. Αλλά είχα κάνει λάθος. Γιατί ακόμα και στη Βενετία
υπήρχαν τελικά εγκατεστημένοι Παλαιολόγοι.
Δηλαδή εκείνη την εποχή είχε διαδοθεί στη Βενετία ότι εγώ, η
τελευταία αυτοκράτειρα, είχα εγκατασταθεί στην πόλη. Μια φορά τη
μέρα για δύο ώρες δεχόμουν επισκέψεις στο μέγαρό μου. Πολλοί από
το λαό μου, εννοώ τους πρόσφυγες Ρωμιούς, έρχονταν να
αποδώσουν τις πρέπουσες τιμές στο πρόσωπό μου και, χωρίς εγώ να
το ζητήσω, με προσκύναγαν σαν να ήμουν η βασίλισσά τους, έστω
και χωρίς θρόνο. Εκτός από τις ευχές τους, μου άφηναν και τα δώρα
τους, ενώ έβλεπαν και το διάδοχο και χαίρονταν.
Από στόμα σε στόμα θα έφτασαν λοιπόν όλα αυτά και στα αυτιά
των Παλαιολόγων στον Μοριά. Και σίγουρα πιστεύω ότι θα ήθελαν
να ξεκάνουν το μικρό μου. Όπως σας έχω πει, και οι δυο τους είχαν
απογόνους στους οποίους θα ήθελαν βέβαια να «περάσουν» τον
χαμένο αυτοκρατορικό τίτλο του άντρα μου. Αν όμως ήταν το δικό
μου παιδί στη μέση –ακόμα κι αν δεν ήταν σίγουρα απόγονος του
Κωνσταντίνου–, δε θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα.
Εγώ πάντως δε φοβόμουν και ακολουθούσα κανονικά τη ζωή μου
χωρίς αλλαγές. Μια μέρα όμως έρχεται ο Σερβόπουλος