Page 336 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 336

Αμέσως  το  πήρα  και  το  έχωσα  στην  αγκαλιά  μου,  στον  κόρφο
  μου, για να το ζεστάνω. Το σώμα του ήταν ακίνητο, μπλαβιασμένο
  και σαν παγωμένο σίδερο. Μια απίστευτη παγωνιά εισχώρησε βαθιά
  μέσα  μου,  στην  ίδια  την  ψυχή  μου.  Η  αίσθηση  αυτή  ποτέ  δε
  σβήστηκε από τη μνήμη μου. Πονούσα και έκλαιγα σπαρακτικά και
  δεν  μπορούσα  να  πιστέψω  αυτό  που  είχε  συμβεί.  Άρχισα  να
  καταριέμαι  τους  Παλαιολόγους,  την  ώρα  και  τη  στιγμή  που
  γεννήθηκαν,  και  ευχήθηκα  να  πεθάνουν  όλοι,  από  τον  πρώτο  μέχρι
  τον τελευταίο. Στο μυαλό μου ήρθαν ξαφνικά όλα όσα μου είχε πει ο
  Σερβόπουλος.
    Στο μεταξύ όλοι είχαν σηκωθεί στο πόδι από τις φωνές μου. Με
  απίστευτο  κόπο  κατάφεραν  οι  δικοί  μου  να  ξεκολλήσουν  το
  παγωμένο κορμάκι από πάνω μου, προσπαθώντας παράλληλα να με
  συνεφέρουν. Όμως ύστερα από λίγο λιποθύμησα και δε συνήλθα παρά
  μόνο  αργά  το  μεσημέρι.  Αλλά  ήμουν  ακόμη  καταρρακωμένη.  Δεν
  μπορούσα  και  δεν  ήθελα  να  πιστέψω  ότι  αυτό  που  ζούσα  ήταν
  πραγματικότητα.
    Ζήτησα  να  δω  το  παιδί  μου  και  να  το  ταΐσω.  Όπως
  καταλαβαίνετε, δεν είχα καμιά συναίσθηση. Προφανώς δεν ήθελα να
  πιστέψω ότι οι αντίπαλοί μου είχαν κάνει το αδιανόητο· αντί να τα
  βάλουν  μ’  εμένα,  δολοφόνησαν  εκείνο  το  πλασματάκι.  Ήταν  πέρα
  από κάθε φαντασία αυτή η απίστευτη αγριότητα.
    Το  σπίτι  μου  είχε  γεμίσει  φρουρούς,  γιατί,  εκτός  από  το  μωρό,
  ήταν  και  η  νεκρή  υπηρέτρια.  Ήρθαν  και  δύο  γιατροί,  για  να
  πιστοποιήσουν  τους  θανάτους,  και  επίσης  οι  αρμόδιοι  από  τις
  κρατικές  υπηρεσίες  ασφαλείας  οι  οποίοι  άρχισαν  αμέσως  τις
  ανακρίσεις. Αλλά βέβαια εγώ πού να μιλήσω. Το μυαλό μου το είχα
  χάσει μαζί με το παιδί μου.
    Όταν  αργότερα  κηδέψαμε  το  μωρό  μου,  ήμουν  ράκος.  Δεν
  μπορούσα  να  συνέλθω  και  μάλιστα  λιποθύμησα  δύο  φορές.  Στην
  κηδεία  είχε  έρθει  πολύς  κόσμος,  για  να  με  συντρέξουν  και  να
  αποτίσουν φόρο τιμής στον μικρό τους βασιλιά. Ανάμεσα σ’ αυτούς
  ήταν και άνθρωποι των Παλαιολόγων.
    Μου  το  είπε  ο  Σερβόπουλος  αργότερα,  ένα  απόγευμα  που
  καθόμασταν οι δυο μας στο σαλόνι και συζητάγαμε τα της κηδείας.
   331   332   333   334   335   336   337   338   339   340   341