Page 340 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 340
παραδόξως, είχα πάρει ξαφνικά και αναπάντεχα καλά νέα από την
Αίγυπτο. Θυμάστε τους δυο υπηρέτες μου που πριν από χρόνια τους
είχα στείλει από την Πόλη στην Ανατολή για να ψάξουν τον
αγαπημένο μου Μαρίνο; Λοιπόν ένας από αυτούς μου είχε μηνύσει
ότι τον εντόπισε στην Αλεξάνδρεια, δίπλα σ’ έναν Άραβα έμπορο!
Παραλίγο να πάθω συγκοπή όταν διάβασα τα νέα. Του απάντησα
αμέσως, του έστειλα χρήματα και του παρήγγειλα να μην τον χάσει
από τα μάτια του μέχρι να κατέβω κι εγώ στην Αίγυπτο, μέσα στον
Μάρτιο όπως είχα κανονίσει. Λοιπόν ήμουν εγώ για γλέντια και
χορούς; Ήδη είχα κλείσει θέση στην εμπορική γαλέρα της Βενετίας
που σύντομα θα έφευγε για την Αλεξάνδρεια.
Λοιπόν, όπως έλεγα, πλησίαζαν οι Απόκριες και έφταναν συνεχώς
προσκλήσεις από ευγενείς για να παρευρεθώ στις φιέστες που
οργάνωναν. Μια τέτοια πρόσκληση είχα λάβει και από τον πεθερό
μου, τον Μπερτούκκιο. Κι έγινε ως εξής: Μια μέρα ήρθε ένας
υπηρέτης αγγελιοφόρος και με ειδοποίησε ότι σε λίγη ώρα θα με
επισκεφτεί ο Μπερτούκκιος Κονταρίνι. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου,
και πραγματικά ύστερα από μισή ώρα… να τος! Τον είδα από το
παράθυρο να πλησιάζει με τη γόνδολά του, ενώ σε μιαν άλλη ήταν η
ακολουθία του. Αμέσως κατέβηκα στο ισόγειο για να τον υποδεχτώ.
«Καλησπέρα, νύφη μου», είπε και με αγκάλιασε θερμά.
«Πατέρα… εσύ…» ψέλλισα, έχοντας σχεδόν χάσει τα λόγια μου.
Τον κοίταζα και δεν μπορούσα να τον χορτάσω.
«Μα… δε θα μου πεις να περάσω; Στην είσοδο θα μείνουμε;»
Έβαλα τα γέλια.
«Από δω», είπα με χαρά. «Προσοχή μόνο στα κιβώτια και στα
πράγματα. Είμαστε άνω κάτω και…»
Περάσαμε στο μεγάλο σαλόνι.
«Θέλω, πατέρα, πρώτα να μου πεις πότε ήρθες στην πόλη», του
είπα.
«Έχω δυο μήνες περίπου».
«Και τώρα ήρθες να με δεις;» του παραπονέθηκα.
«Σε παρακολουθούσα… μη νομίζεις…»
«Δηλαδή;»
«Οι άνθρωποί μου μάθαιναν για σένα και για τις συμφορές σου…