Page 342 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 342
μαλλιά.
«Ο Θεός… ο Θεός είναι μεγάλος, κόρη μου! Δεν ξέρεις τι
επιφυλάσσει στον καθένα. Αν πάντως θες κάτι από μένα, μη
διστάσεις. Και χρήματα και οτιδήποτε άλλο. Αλλά νομίζω ότι γι’ αυτά
έχεις καιρό ακόμη».
Του έριξα μια περίεργη ματιά.
«Τώρα… οι Απόκριες είναι μπροστά μας. Λοιπόν, τι θα έλεγες;»
συνέχισε.
«Για ποιο πράγμα, πατέρα;»
«Μα ο λόγος της επίσκεψής μου… αλλά στάσου. Έχω φέρει και
μερικά δώρα».
Πράγματι οι υπηρέτες του είχαν ακουμπήσει σε μια μεριά
τουλάχιστον δέκα μεγάλα πακέτα. Τα κοίταξα με μάτια ορθάνοιχτα.
«Δε θα τα ανοίξεις;»
«Τι είναι;» ρώτησα ενθουσιασμένη.
«Θα δεις… θα δεις, είναι ό,τι καλύτερο μπορούσα να βρω για τη
νύφη μου».
Λοιπόν, τα δώρα του ήταν τουλάχιστον υπέροχα! Είχε φέρει και
στις αδελφές μου, αλλά το δικό μου ήταν το πιο ωραίο: ένα
πανέμορφο κόκκινο φόρεμα, που όμοιό του δεν είχα φορέσει ούτε
όταν ήμουν αυτοκράτειρα στην Πόλη, με πολύ μικρές πολύτιμες
πέτρες στο μπούστο και στη μέση μια επίχρυση ζώνη με κεντημένο
τον δικέφαλο αετό.
«Σου αρέσει ο αετός;» με ρώτησε χαμογελώντας.
Έγνεψα καταφατικά και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
«Εγώ τους ζήτησα να το κεντήσουν… είναι ολόχρυση η κλωστή,
παρακαλώ!»
«Αναρωτιέμαι, πατέρα, πώς θα σου ανταποδώσω όλα αυτά που
έχεις κάνει για μένα».
«Χμ… έχεις δίκιο. Κάτι πρέπει να κάνεις».
Τον κοίταξα περιμένοντας.
«Ξέρεις πού είναι το μέγαρό μου, έτσι;»
«Ω, μα και βέβαια! Έχω περάσει από μπροστά τόσες φορές με τη
γόνδολά μου».
«Λοιπόν την Κυριακή δίνω μια μεγάλη γιορτή. Θα έρθουν πάνω