Page 349 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 349
μόνο που κατάφερα να κάνω ήταν να απλώσω το χέρι μου και να
χαϊδέψω το πανέμορφο πρόσωπο αυτού του αγγέλου και μετά…
μετά λιποθύμησα στα χέρια του.
Όταν συνήλθα, ήμουν ξαπλωμένη σε ένα δωμάτιο του μεγάρου.
Στο προσκεφάλι μου ήταν –ποιος άλλος;– ο αγαπημένος μου. Με
πήρε αμέσως στην αγκαλιά του και με ρώτησε:
«Τώρα, κοριτσάκι μου, είσαι καλύτερα;»
Δεν είπα τίποτα. Μόνο του έγνεψα καταφατικά και τον
αγκάλιασα σφιχτά.
«Σίγουρα θα θες να μάθεις τι έγινε».
«Ναι… δε νομίζεις ότι το δικαιούμαι;»
«Προφανώς. Αλλά θες να τα μάθεις τώρα που μέσα γίνεται ο
χορός;»
«Πες μου τουλάχιστον τα πιο σημαντικά».
Έκανε να με αφήσει από την αγκαλιά του, αλλά τον πρόλαβα.
«Όχι… όχι, μη με αφήνεις. Μη με αφήσεις ποτέ πια!» του είπα.
Έβαλε τα γέλια και συνέχισε να με κρατάει στην αγκαλιά του. Με
τάισε στο στόμα λίγο από τα γλυκά που μας είχαν αφήσει οι
υπηρέτες του και μου έδωσε λίγο νερό.
«Ευχαριστώ», είπα. «Λοιπόν;»
Και μου τα είπε όλα. Εννοώ τα πιο σημαντικά.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην
Πόλη, ο Μαρίνος βρισκόταν στη βενετική συνοικία. Αλλά οι εχθροί
ήταν πιο πολλοί. Έτσι, με μερικούς άλλους κλείστηκαν στα σπίτια
τους κι ύστερα από πολύωρη μάχη αναγκάστηκαν να παραδοθούν.
Τους μάζεψαν όλους και τους έκλεισαν σε αποθήκες μαζί με
εκατοντάδες άλλους αιχμαλώτους.
Κάποια μέρα οι Τούρκοι ζήτησαν να μάθουν ποιοι ήταν οι αρχηγοί
τους. Ο Βάιλος και η ακολουθία του, καθώς και μερικοί άλλοι
ευγενείς σηκώθηκαν με γενναιότητα και παρουσιάστηκαν στο
σουλτάνο. Εκείνος για το «ευχαριστώ» τους έσφαξε. Ο Μαρίνος
φοβήθηκε για τη ζωή του και είπε ότι ήταν ένας απλός έμπορος και
τίποτα περισσότερο. Έδωσε το όνομά του και περίμενε ότι ίσως
κάποιος πήγαινε να τον βρει. Σκέφτηκε βέβαια και τον πατέρα του,
που ήταν διοικητής στο Ναύπλιο, αλλά τελικά η σωτηρία του ήρθε