Page 354 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 354

μεγάλη  αίθουσα  με  μαρμάρινα  γείσα  ολόγυρα  στο  ταβάνι,  το
  καλύτερο χρωματιστό γυαλί της Βενετίας στα παράθυρα, δυο μεγάλα
  τζάκια, πανέμορφες ταπετσαρίες στους τοίχους, και και και… Τέτοια
  μεγαλοπρέπεια! Στον ίδιο όροφο είχαμε και αρκετά δωμάτια για τους
  ξένους, τους συγγενείς μας, το ανώτερο προσωπικό κ.λπ.
    Στον  πρώτο  όροφο  είχαμε  κάποιες  μικρές  αποθήκες  για  τα
  τρόφιμα, κουζίνες, βοηθητικά δωμάτια για το υπηρετικό προσωπικό
  και άλλα τέτοια που είναι απαραίτητα σε κάθε παλάτσο. Τέλος στο
  ισόγειο,  επειδή  είχαμε  πρόβλημα  με  το  νερό  που  καμιά  φορά
  ανέβαινε πιο πολύ από το συνηθισμένο ύψος, αράζαμε μόνο τις τρεις
  γόνδολές  μας.  Επίσης  στο  πίσω  μέρος  του  μεγάρου,  που  δεν  είχε
  επαφή με το κανάλι, είχαμε μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους.
    Η  πρόσοψη  του  κτιρίου  είναι  από  κόκκινο  τούβλο.  Μόνο  τα
  παράθυρα  και  οι  εξώπορτες  έχουν  ολόγυρα  άσπρο  μάρμαρο  και
  καταλαβαίνετε ότι, σε σχέση με το κατακόκκινο τούβλο, η αντίθεση
  είναι, θα έλεγα, πολύ χτυπητή. Ο κήπος μας είναι πάνω από εκατό
  τετραγωνικά, όπου καλλιεργούμε διάφορα ζαρζαβατικά για το σπίτι.
  Υπάρχουν και τρία δέντρα κι ένα πηγάδι με νερό για τις ανάγκες μας.
  Σ’ αυτόν τον κήπο κάναμε τα καλοκαίρια, θυμάμαι, συνεστιάσεις με
  μουσική ή δίναμε και θεατρικές παραστάσεις για τους λίγους καλούς
  και πιο εκλεκτούς από τους φίλους μας, κυρίως Βενετούς, αλλά και
  Ρωμιούς μερικές φορές.
    Λοιπόν  σ’  αυτό  το  υπέροχο  σπίτι  –το  οποίο  είναι  στην  ηλικία
  μου,  περίπου  εκατό  χρονών–  είχαμε  στεγάσει  τον  έρωτά  μας.
  Περνάγαμε  υπέροχα.  Δε  χορταίναμε  να  κάνουμε  πράγματα  μαζί.
  Όταν δε ήρθε κι ο μονάκριβος γιος μας, ο Νικόλαος, η ευτυχία μου
  είχε πια ολοκληρωθεί.
    Από γλέντια και παρέες… άλλο τίποτα! Μας καλούσαν σε σπίτια
  ευγενών  για  βεγγέρες,  ενώ  κι  εμείς  δύο  φορές  το  μήνα,  τη  δεύτερη
  και την τέταρτη Κυριακή, δεχόμασταν κόσμο στο αρχοντικό μας. Τις
  Απόκριες βέβαια κάναμε τους πιο πετυχημένους χορούς, ενώ τα πιο
  πλούσια γεύματα και δείπνα τα δίναμε Χριστούγεννα και Πάσχα για
  τους συγγενείς και φίλους μας.
    Επίσης είχαμε και τους φτωχούς μας. Ο άντρας μου δηλαδή –σαν
  τη  συχωρεμένη  μάνα  μου  κι  αυτός,  τέτοια  ψυχούλα  ήταν,  Θεός
   349   350   351   352   353   354   355   356   357   358   359