Page 56 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 56

ταλαντεύτηκε  κάπως  στο  χέρι  μου.  Ευτυχώς  δεν  έπεσε.  Και  είχα
  ακόμα  να  σερβίρω  τον  πατέρα.  Εγώ  κοκκίνισα…  τι  να  σας  πω.
  Ήμουν  και  ντροπαλή…  για  να  μην  πω  και  ερωτευμένη  με  το
  Δεσπότη.  Αλλά  πριν  προλάβω  να  πω  κάτι,  μπήκε  η  μάνα  μου
  ξεροβήχοντας.
    «Ελπίζω να σας σερβίρισε καλά η Αννούλα μας», είπε με συστολή.
    «Ναι, ναι… μπράβο, το καλό κορίτσι!» είπε ο Γενοβέζος.
    «Στις χαρές της!» είπε ο Δεσπότης με νόημα και μου χαμογέλασε.
    «Με ένα βασιλόπουλο!» είπε ο Βενετός.
    Όλοι τον κοίταξαν απορημένοι.
    «Ένας  τέτοιος  αξίζει  σε  μια  Νοταρά»,  πρόσθεσε  εκείνος  και
  αποτέλειωσε αργά αργά το γλυκό του.
    Άραγε το είπε τυχαία ή είχε καταλάβει κάτι; Α μπα, δε νομίζω.
    «Τώρα  μπορούμε  να  πηγαίνουμε,  Άννα.  Οι  άνθρωποι…  έχουν
  δουλειά».
    «Ναι, μητέρα», είπα.
    Έκανα μια υπόκλιση και βγήκα. Κατά περίεργο τρόπο ένιωσα το
  βλέμμα  του  Κωνσταντίνου  πάνω  μου.  Ή  μήπως  ήταν  του  πατέρα;
  Άκουσα να μιλάνε ιταλικά πίσω μου. Άρα, σίγουρα δεν ήταν κάποιος
  από τους Ιταλούς, αυτοί συζήταγαν μεταξύ τους.
    Όπως και να ’χει, εκείνη ήταν μια από τις καλύτερες στιγμές της
  ζωής μου. Είχα δει και πάλι το Δεσπότη, από κοντά αυτή τη φορά.
  Λες κάτι να ζήταγε από μένα; Γιατί να μου πιάσει το χέρι; Γιατί να
  μου  κλείσει  και  το  μάτι;  Χμ…  έχει  ήδη  παντρευτεί  μια  φορά  και  η
  γυναίκα  του  έχει  πεθάνει  πριν  από  καιρό.  Τώρα;  Έχει  άραγε  κάτι
  άλλο στο μυαλό του;
    Απ’ αυτές τις σκέψεις μ’ έβγαλε η απότομη αντίδραση της μάνας
  μου. Με έπιασε απ’ το αυτί και με πήγε έτσι στην κουζίνα, σχεδόν
  σούρνοντας.
    «Τι καμώματα ήταν ετούτα απόψε, ε;»
    «Ω… μα με πονάς…»
    «Τι εντολή είχες από τον πατέρα σου;»
    Μιλιά εγώ.
    «Δε μιλάς;»
    Εκεί ήρθε και το πρώτο χαστούκι. Με πήραν τα ζουμιά. Αλλά πάλι
   51   52   53   54   55   56   57   58   59   60   61