Page 61 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 61

Μια  χρονιά  του  Αγίου  Δημητρίου,  μεγάλη  η  χάρη  του,  πήγαμε
  όλοι  στο  πανηγύρι.  Ο  πατέρας  βέβαια  τέτοια  εποχή  έλειπε  με  τα
  αγόρια  μας  στην  Πόλη.  Έτσι,  οι  κοπέλες,  συνοδευόμενες  από  έναν
  υπηρέτη  και  μια  υπηρέτρια,  πήγαμε  για  μια  βόλτα.  Η  μάνα  με  τον
  παππού  επέστρεψαν  σπίτι,  γιατί  και  η  λιτανεία  με  την  εικόνα  του
  Αγίου  είχε  ολοκληρωθεί.  Πάντως  η  μάνα  μάς  παρήγγειλε
  κατηγορηματικά να είμαστε σπίτι για το βραδινό. Αυτό ήταν το όριο
  εξόδου μας.
    Είχαμε  λοιπόν  στη  διάθεσή  μας  τουλάχιστον  μία  ώρα,  για  να
  περιηγηθούμε   το   πανηγύρι.   Περάσαμε   μπροστά   από
  περιπλανώμενους ακροβάτες, γελωτοποιούς και ταχυδακτυλουργούς,
  αγοράσαμε γλυκίσματα, πήραμε και για το σπίτι, και μερικά μάλιστα
  από τα αγαπημένα του παππού, είδαμε διάφορα θαυμαστά, όπως οι
  κατασκευές  που  μας  παρουσίαζαν  οι  επιτήδειοι  πωλητές  τους,  που
  τάχα είχαν έρθει από την Ανατολή ή την Ευρώπη.
    Κάποια  στιγμή,  καθώς  περνάγαμε  μπροστά  από  ένα  αντίσκηνο,
  ακούσαμε κάποιον να λέει ότι εκεί ήταν μια γύφτισσα που έλεγε τη
  μοίρα με μεγάλη επιτυχία.
    «Πάμε;» πετάχτηκε η μικρή μας, η Μαρία.
    Οι  άλλες  τρεις  κοιταχτήκαμε  και  ανασηκώσαμε  τάχα  αδιάφορα
  τους ώμους.
    «Τι σημαίνει αυτό; Ναι ή όχι;» ρώτησε.
    Ρίξαμε μια ματιά στα πουγκιά μας.
    «Οι κυρίες δεν πρέπει να αργήσουν», μας υπενθύμισε ο υπηρέτης
  μας.
    «Θα φωνάζει η μητέρα σας», είπε και η υπηρέτρια.
    «Ας φωνάζει!» πετάχτηκα εγώ. «Ποια θα μπει πρώτη;»
    Μπήκε η Ελένη.
    Έμεινε περίπου πέντε λεπτά εκεί μέσα και μετά μπήκε η Μαρία.
  Στο  μεταξύ  εγώ  περιεργαζόμουν  τους  πάγκους  εκεί  γύρω  κι  όταν
  είδα την Ελένη να βγαίνει, την πλησίασα και τη ρώτησα:
    «Τι σου είπε;»
    «Τίποτα το σπουδαίο».
    «Δηλαδή;»
    «Ότι  θα  καλοπαντρευτώ,  και  μάλιστα  θα  πάρω  ένα
   56   57   58   59   60   61   62   63   64   65   66