Page 64 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 64
Ούτε καν με κοίταξε. Σιγά μη μου απαντούσε.
Πάνε τα λεφτά μου… σκεφτόμουν καθώς εκείνη έριχνε τα χαρτιά.
Ύστερα από λίγο η γύφτισσα είχε συννεφιάσει για τα καλά. Ίσως
όμως ήταν και το φως που πια είχε λιγοστέψει. Πάντως πρόσεξα ότι
τώρα κοίταζε με περίσκεψη την τράπουλα. Πότε πότε έτριβε και το
πιγούνι της προβληματισμένη. Κοίταξα κι εγώ την τράπουλα.
Φοβήθηκα λίγο βλέποντας παντού μαύρες αντρικές φιγούρες και
μαύρα νούμερα.
Να δεις που και σ’ εμένα θα πει ότι θα παντρευτώ πριγκιπόπουλο
και… Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου και το ειρωνικό
μου χαμόγελο δεν είχε σβήσει όταν εκείνη μουρμούρισε με περίεργο
ύφος:
«Δυστυχώς…»
«Τι δυστυχώς;» ρώτησα με απορία.
Πάει… μου την έφερε. Τώρα θα μου πει για κάνα αρχοντόπουλο,
σκέφτηκα.
Άρχισε να μαζεύει τα χαρτιά λέγοντας:
«Δεν… δε βλέπω κάτι… εννοώ αξιόλογο».
«Τίποτα;» τη ρώτησα εμφανώς απογοητευμένη. «Ούτε
αρχοντόπουλο ούτε…»
Δεν απάντησε. Έβαλε στην άκρη την τράπουλα κι άναψε ένα
μαντζούνι που ήταν μέσα σ’ ένα μικρό αγγείο. Βρομοκόπησε ο
τόπος. Ταυτόχρονα με κοίταξε περίεργα. Μου έκανε νόημα να
πλησιάσω. Τι θέλει τώρα; σκέφτηκα. Τότε η γυναίκα έπιασε το
κεφάλι μου απαλά και κάρφωσε τα μάτια της στα δικά μου.
«Κοίτα με καλά…» μου είπε απότομα.
Υπάκουσα. Η ανάσα της όμως βρόμαγε. Ή ήταν το μαντζούνι που
έκαιγε εκεί δίπλα; Άρχισα να ζαλίζομαι από τις αναθυμιάσεις. Και
τότε έγινε κάτι ακόμα πιο περίεργο. Τα μάτια της αναποδογύρισαν –
ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Και μετά βγήκε αφρός από το στόμα
της. Ανατρίχιασα, η κακομοίρα. Κι όταν μάλιστα άπλωσε τα χέρια της
κι έκανε να βάλει τα βρομόχειλά της πάνω στο πρόσωπό μου,
αηδίασα τόσο πολύ, που πετάχτηκα όρθια και βγήκα έξω. Κόντεψα
να πάρω μαζί μου και τη σκηνή της!
«Τι έγινε;» ρώτησε η Μαρία αμέσως μόλις με είδε. «Γιατί βγήκες