Page 68 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 68
Έτσι ολοκληρωνόταν το μήνυμα. Προφανώς διάβαζα και
ξαναδιάβαζα εκείνες τις γραμμές, αλλά τότε δεν έβγαζα συμπέρασμα.
Ξαφνικά άκουσα βήματα πίσω μου. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα
τη μάνα μου να κατεβαίνει προς το μέρος μου μαζί με το δάσκαλο
της ξιφασκίας. Τι να έκανα τώρα; Πανικοβλήθηκα για λίγο, είναι η
αλήθεια, αλλά το μυαλό μου ευτυχώς δούλεψε γρήγορα. Έφυγα
αμέσως και πήγα στο φούρνο του σπιτιού που ήταν εκεί κοντά. Η
μάνα μου σίγουρα με είδε που έτρεχα. Πολύ γρήγορα επέστρεψα και
ήδη ο δάσκαλος με τη μάνα μου ήταν στο σημείο όπου είχα τα
πράγματά μου.
«Καλημέρα, μικρή μου», είπε ο δάσκαλος.
«Καλημέρα σας», είπα κι έκανα μια μικρή υπόκλιση.
«Είσαι έτοιμη για το μάθημά μας;»
«Πάντα», είπα και του χαμογέλασα.
Τα μάγουλά μου έκαιγαν, αλλά μέσα μου ένιωθα ικανοποίηση. Η
επιστολή τώρα καιγόταν με τα ξύλα που η μαγείρισσα είχε ετοιμάσει
για να ψήσει το ψωμί μας. Λες η μάνα να κατάλαβε τίποτα;
σκεφτόμουν καθώς δοκίμαζα το σπαθί μου στον αέρα.
«Λοιπόν, δάσκαλε, ξεκινάμε; Σήμερα έχω μια περίεργη επιθυμία
για μάθημα», είπα ανέμελα και ανέμισα το σπαθί μου στον αέρα.
Ουσιαστικά ήθελα να προλάβω τη μάνα μου, για να μη με αρχίσει
στις ερωτήσεις. Φοβόμουν ότι κάποια στιγμή θα ζήταγε εξηγήσεις για
την κατάστασή μου, καθώς έδειχνα αναστατωμένη.
«Μετά χαράς!» απάντησε ο δάσκαλος.
Πήρε το σπαθί και ετοιμάστηκε. Η μάνα μου δε ρώτησε τίποτα.
Απλώς απομακρύνθηκε. Για κάποια ώρα πάντως μας
παρακολουθούσε καθισμένη σ’ ένα παγκάκι του κήπου μας. Το ίδιο
κι εγώ, με την άκρη του ματιού μου. Μετά όμως έφυγε, αλλά μου
φάνηκε κάπως προβληματισμένη.
Μεταξύ μας, δεν έδωσα και μεγάλη σημασία σ’ εκείνο το
αλλοπρόσαλλο γράμμα. Δυστυχώς. Έπρεπε να το σκεφτώ και να το
ζυγιάσω καλύτερα το θέμα. Γιατί τελικά, όπως ήδη ανέφερα, τα
μεταγενέστερα γεγονότα έδειξαν ότι αυτό το χαρτί που είχα κάψει
εκείνη τη μέρα τόσο βιαστικά, παραδόξως περιείχε την πλήρη
αλήθεια για το μέλλον μου.