Page 63 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 63
αχτίδες μάς χτυπούσαν κάθετα.
Η γυναίκα μού έκανε νόημα να της δώσω το δεξί μου χέρι. Η
παλάμη της ήταν δυο φορές πιο μεγάλη από τη δική μου, μαυριδερή
και με μεγάλα νύχια. Την κοίταξε καλά από τη μια και κυρίως από
την άλλη, στη χούφτα μου, εκεί όπου οι γραμμές ήταν πιο έντονες.
Περίμενα να πει κάτι. Εκείνη έβγαλε έναν ήχο σαν σιγανό
μουγκρητό. Αυτό σήμαινε ότι ήταν ικανοποιημένη, ότι είχε δει
κάτι… δεν ξέρω να σας πω… δε μου είπε. Ύστερα με κοίταξε για λίγο
στο πρόσωπο περίεργα. Είχε μεγάλα, μαύρα αμυγδαλωτά μάτια.
Εμένα μου ήρθε να γελάσω, αλλά συγκρατήθηκα. Παραδόξως και
πάλι δεν είπε κάτι.
Στη συνέχεια έπιασε στα χέρια της μια τράπουλα από κείνες που
έχουν οι χαρτοπαίκτες και οι λέσχες. Είχε φέρει πιο παλιά μια τέτοια
ο παππούς από το Παρίσι και την είχαμε στο σπίτι, μέσα σε ένα
ξύλινο και καλογυαλισμένο κουτάκι, σαν να επρόκειτο για θαυμαστό
έργο τέχνης. Ο παππούς διατεινόταν πως του την είχε δωρίσει ο ίδιος
ο βασιλιάς της Γαλλίας. Τι να σας πω… Δεν ξέρω.
Πάντως η τράπουλα της γύφτισσας δεν είχε πάνω της κάτι το
αξιοπερίεργο. Μάλιστα από την πολλή χρήση αρκετά φύλλα της ήταν
ξεφτισμένα. Σταύρωσε τα χαρτιά τρεις φορές, έφτυσε πάνω τους σαν
να τα ξεμάτιαζε και μετά μου είπε με βραχνή φωνή:
«Κόψε!»
«Δηλαδή;» ρώτησα σαν ηλίθια.
«Εννοώ χώρισε τα χαρτιά στη μέση, μικρή μου».
«Α, εντάξει…»
Ακολούθησα τις οδηγίες της κι ενώ μου έριχνε τα χαρτιά
σταυρωτά, είπε πάλι:
«Να σκέφτεσαι συνέχεια αυτό που σε απασχολεί αυτές τις μέρες».
«Τι εννοείς;» ρώτησα.
«Κάτι σε απασχολεί, κάτι συλλογιέσαι…»
«Ε ναι… μπορεί», είπα διφορούμενα.
«Αυτό να σκέφτεσαι».
«Και μετά;» ρώτησα.
«Την απάντηση θα μας την πουν τα χαρτιά».
«Όπως και το χέρι μου;» της είπα με ειρωνικό ύφος αυτή τη φορά.