Page 66 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 66

δουλειά  μου  σιγοτραγουδώντας.  Αλλά  σε  λίγο,  να  πάλι  εκείνος  ο
  παράξενος ψίθυρος. Και μετά μια φωνή:
    «Εδώ, εδώ, δέσποινα… πίσω από το φράχτη».
    Πήγα προς το μέρος απ’ όπου ερχόταν η φωνή και τότε, πίσω από
  τον ξύλινο φράχτη μας, βλέπω ένα χαμίνι. Δεν μπορούσα με τίποτα
  να διακρίνω το πρόσωπό του, αλλά σίγουρα ήταν ένα παιδάκι. Δε θα
  το έκανα πάνω από δέκα χρονών.
    «Τι θες… φαγητό;» το ρώτησα.
    «Χμ… δε θα έλεγα όχι στην προσφορά σου».
    «Περίμενε. Θα σου φέρω κάτι».
    «Γρήγορα, γιατί έχω κι εγώ να σου δώσω ένα μήνυμα».
    «Μήνυμα; Τι μήνυμα;» ρώτησα γεμάτη περιέργεια.
    «Ε να… κάποιος μου έδωσε κάτι».
    «Α… για δώσ’ το μου πρώτα», του είπα και άπλωσα αμέσως το
  χέρι μου.
    Ο μικρός φοβήθηκε και τραβήχτηκε πίσω.
    «Δε θα μου φέρεις κάτι να φάω;»
    «Εντάξει… περίμενε», είπα κι έφυγα για λίγο.
    Δεν πρέπει να τον αγριέψω, μήπως και μου φύγει, σκέφτηκα.
    Πήγα  λοιπόν  εκεί  που  είχα  αφήσει  τα  πράγματά  μου.  Πριν  από
  λίγο είχε έρθει μια υπηρέτρια και μου είχε αφήσει ψωμοτύρι κι ένα
  αβγό. Τα πήρα και επέστρεψα κοντά του.
    «Σου κάνουν αυτά;» ρώτησα το παιδί δίνοντάς του τα.
    «Ω,  μα  θα  φάω  καλά  σήμερα!»  απάντησε  ενθουσιασμένο  και
  άπλωσε το χέρι του.
    «Το μήνυμα;» ρώτησα και τραβήχτηκα τώρα εγώ λίγο.
    «Α ναι… να το», είπε και μου το έδωσε.
    Ήταν μια περγαμηνή σφραγισμένη με κόκκινο κερί.
    «Από ποιον είναι;» ρώτησα.
    «Ξέρω κι εγώ;» είπε το παιδί που ήδη είχε αρχίσει να μασουλάει.
    «Μα καλά, βρε συ, ποιος σου το έδωσε;»
    «Α ναι… μια γύφτισσα…»
    «Γύφτισσα; Και τι σου είπε;»
    «“Ξέρεις”, μου λέει, “μια ξανθιά του άρχοντα Νοταρά;” Της κάνω
  ναι.  “Πήγαινε  δώσ’  της  αυτό”.  Και  μου  το  έδωσε  μαζί  με  ένα
   61   62   63   64   65   66   67   68   69   70   71