Page 71 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 71
Δίκιο είχε. Όμως τον τελευταίο μήνα είχε χειροτερέψει.
Τέλος πάντων δεν έδωσα σημασία έτσι όπως τον είδα στο κρεβάτι
του. Κοιμάται του καλού καιρού, είπα με το νου μου και
χαμογέλασα. Άλλωστε πάντα καθόταν με κλειστά τα μάτια και
αντιλαμβανόταν το περιβάλλον μόνο από τους ήχους.
«Λοιπόν, παππού», του είπα κάποια στιγμή, «πώς είσαι; Ελπίζω
καλύτερα, ε;» Δε μου απάντησε. Εγώ συνέχισα όμως: «Σήμερα τι θες
να σου διαβάσω;»
Πήρα πάνω απ’ το τραπέζι ένα από τα αγαπημένα του χειρόγραφα.
Το άνοιξα σε μια σελίδα και άρχισα να του διαβάζω. Πέρασε λίγη
ώρα, σταμάτησα να πάρω μιαν ανάσα και παράλληλα του έριξα μια
ματιά.
«Σου αρέσει, παππού; Καταλαβαίνεις;» τον ρώτησα.
Πάλι δεν πήρα απάντηση. Σηκώθηκα και πήγα ξανά στο
παράθυρο. Κοίταξα έξω, φυσούσε ένας δαιμονισμένος αέρας
κάνοντας τα δέντρα να λυγίζουν και τα φύλλα τους να στροβιλίζονται
για λίγο κι ύστερα να πέφτουν στη γη. Έρχεται ο χειμώνας με γοργά
βήματα, σκέφτηκα. Πάει το καλοκαιράκι. Ακόμα ένας βαρετός
χειμώνας στον Μυστρά. Τι να κάνουν άραγε ο πατέρας και τα αγόρια
στην Πόλη;
Τους είχα δει όλους το καλοκαίρι. Τα δυο αγόρια μας είχαν γίνει
πραγματικοί άντρες. Και μάλιστα, στις ατέλειωτες ώρες που
περνάγαμε μαζί, μας έλεγαν για την Πόλη… και τι δε μας έλεγαν! Για
τη ζωή στο παλάτι, για τους δρόμους και τα μνημεία, για τους
ανθρώπους που ήταν από κάθε καρυδιάς καρύδι, για τις πανέμορφες
εκκλησιές. Μας έλεγαν επίσης και όλα τα κουτσομπολιά από το
παλάτι. Γιατί ο πατέρας, αν και τα ήξερε όλα και ήταν μέσα στα
πράγματα, σπάνια άνοιγε το στόμα του, τουλάχιστον μπροστά σ’
εμάς, τα παιδιά του. Όμως τα αγόρια μάς έλεγαν πολλά και κυρίως
για την αντιπαλότητα που είχαν αναπτύξει οι «ενωτικοί», με αρχηγό
τον πατέρα, ενάντια στον Σφραντζή και την ομάδα του, τους
λεγόμενους «ανθενωτικούς» στην Πόλη.
Ο πατέρας, από τη μεριά του, ήθελε να εξασφαλίσει κάποια
αξιώματα για τα δικά μας αγόρια. Επίσης είχε φτιάξει μια μεγάλη
ομάδα από συγγενείς, γνωστούς και φίλους που τον υποστήριζαν.