Page 62 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 62
πριγκιπόπουλο».
«Άρα… καλά».
«Σιγά!» είπε απαξιωτικά. «Δεν την πιστεύω».
Πού να ’ξερε, η κακομοίρα, τι την περίμενε στη ζωή της κι αυτήν!
«Γιατί;» ρώτησα με αφέλεια.
«Έλα, μωρέ Άννα, βλακείες…» είπε με το ίδιο απαξιωτικό ύφος.
Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση της, βγήκε και η μικρή.
Μπήκε η Θεοδώρα τώρα, ενώ εμείς πλησιάσαμε τη μικρή, για να
μάθουμε τη δική της τύχη.
«Τίποτα», μας είπε, αλλά φαινόταν κάπως στενοχωρημένη.
«Δηλαδή;» τη ρώτησα.
«Ότι θα πάρω πρίγκιπα…»
«Μπα, κι εσύ;» είπε η Ελένη χαμογελώντας και με κοίταξε με
ειρωνεία. «Λες και οι πρίγκιπες είναι εδώ γύρω και περιμένουν
εμάς», συμπλήρωσε και βάλαμε τα γέλια.
«Εσύ δε θα μπεις;» με ρώτησε η μικρή.
«Για να μου πάρει τα λεφτά;»
«Κι εμείς γιατί το κάναμε;»
«Καλά σου λέει!» πετάχτηκε και η άλλη μου αδελφή που μόλις
είχε βγει.
«Εσένα τι σου είπε;»
«Να μη σ’ ενδιαφέρει. Άντε, μπες να τελειώνουμε!» μου απάντησε
με θράσος.
«Καλές μου δεσποινίδες, νυχτώνει. Θα αργήσουμε», είπε ο
υπηρέτης μας.
«Όχι, μια στιγμή!» πετάχτηκα ξαφνικά και όλες με κοίταξαν
απορημένες. «Θα μπω… κι ό,τι γίνει…»
Πράγματι, έσκυψα και μπήκα στο αντίσκηνο. Ίσα που χώραγα
σκυφτή. Μου έκανε νόημα η γυναίκα που ήταν απέναντι και κάθισα
σε μια μαξιλάρα. Ήταν πολύ βολικό κάθισμα και μιας και ήμουν
κουρασμένη από το περπάτημα, είπα «αχ… τι ωραία!». Κοίταξα τη
γυναίκα και όντως ήταν γύφτισσα. Ξέρετε… με χαϊμαλιά στο λαιμό,
σκουλαρίκια, ξεδοντιασμένη, με χαλκάδες στα χέρια. Αν και ήταν
κάπως σκοτεινά, εγώ την έβλεπα καλά, γιατί εκείνη την ώρα ο ήλιος
ήταν στη δύση του και η σκηνή της ήταν σε τέτοιο σημείο που οι