Page 52 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 52
«Για πού; Έμαθες;»
«Θα πάνε πάλι στη Μονεμβασιά και από κει στην Πόλη νομίζω.
Κάτι τέτοιο άκουσε δηλαδή ένας υπηρέτης και μας το πρόλαβε».
«Χμ… ο ένας στη γενοβέζικη πόλη στο Πέρα κι ο άλλος στη
βενετική συνοικία μέσα στην Πόλη. Ο γιος μου κάτι πρέπει να
ετοιμάζει και με τους δύο».
«Εμπορικές υποθέσεις;»
«Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Αλλά εμένα το μυαλό μου πάει και
αλλού».
«Αλλού;» τον ρώτησα με απορία.
«Ναι. Στην πολιτική».
«Τι θες να πεις… δεν καταλαβαίνω».
«Άσε πρώτα να ξημερώσει και η αυριανή μέρα και… και
βλέπουμε».
«Θα με αφήσεις στο σκοτάδι;»
«Δε θα είσαι περισσότερο στο σκοτάδι απ’ ό,τι εγώ. Κάνε λίγο
υπομονή».
Με είδε που κατσούφιασα.
«Αυτά τα θέματα, κόρη μου, εννοώ η πολιτική, θέλει μόνο
υπομονή».
Τώρα τον είδα που έκλεισε τα μάτια του και γλίστρησε σιγά σιγά
μέσα στα ελαφριά του σκεπάσματα. Τον τακτοποίησα καλύτερα, τον
καληνύχτισα με ένα φιλί κι έφυγα. Προφανώς και ήμουν γεμάτη
απορίες, τώρα περισσότερο από πριν.
Η επόμενη μέρα αποδείχτηκε ακόμα πιο μυστηριώδης. Ο πατέρας
είχε συνεχώς από κοντά τους ξένους. Τους πήγε στα χωράφια μας,
τους έδειξε την περιουσία μας, τους διασκέδασε – για να καταλάβετε,
μέχρι και μουσικούς είχε προσλάβει στο γεύμα μας, πράγμα
πρωτοφανές για το σπίτι μας! Ύστερα τους έδειξε την πόλη και τους
σύστησε σε γνωστούς άρχοντες. Με λίγα λόγια, τους ξέκανε στο
πέρα-δώθε τους ανθρώπους.
Και το βράδυ αποδείχτηκε πόσο καλά δούλευε το μυαλό του
παππού μου, ακόμα και τώρα που ήταν στα τελευταία του. Γιατί
είχαμε την πιο απρόβλεπτη –άραγε τυχαία;– επίσκεψη που περίμενα
ποτέ.