Page 49 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 49

κουβέντα από το στόμα του. Εγώ τότε ήμουν αρκετά μεγάλη και δεν
  άφηνα  να  περνάει  τίποτα  απαρατήρητο.  Λοιπόν  ρώτησα  τη  μάνα,
  αλλά κι αυτή… άχνα.
    Ύστερα  πήγα  στον  παππού,  ο  οποίος  πια  είχε  πάρει  την  κάτω
  βόλτα.  Ήταν  άρρωστος,  ο  κακομοίρης,  και  του  είχαμε  γιατρό  κάθε
  μέρα  για  να  παρακολουθεί  την  εξέλιξη  της  υγείας  του.  Τον
  περιποιόμουν  κι  εγώ,  όσο  μπορούσα  περισσότερο,  γιατί  τον
  αγαπούσα  πολύ.  Αλλά,  όπως  μας  είχε  πει  ο  γιατρός,  ήταν  λίγα  τα
  ψωμιά του. Θεωρούσε δε ότι ήταν ένα θαύμα της φύσης το γεγονός
  ότι  είχε  φτάσει  σχεδόν  στα  ογδόντα.  Οι  γονείς  μου  πλέον  δεν  του
  έδιναν  αναφορά  για  τις  υποθέσεις  του  σπιτιού.  Ήμασταν  εμείς,  τα
  κορίτσια,  που  τον  ενημερώναμε  για  όλα.  Αλλά  τώρα  ήμουν  στο
  σκοτάδι, κι εγώ και οι αδελφές μου, για το τι ετοίμαζε ο πατέρας, κι
  ο παππούς, για την ώρα, δεν μπορούσε να ξέρει.
    Μια μέρα λοιπόν διέκρινα από το πρωί μεγάλη αναστάτωση στο
  σπίτι. Οι υπηρέτες μας πήγαιναν κι έρχονταν στα ελεύθερα δωμάτια
  του  σπιτιού  μας  με  όλα  τα  σύνεργα  για  την  καθαριότητα.  Δε  μου
  πήρε  πολύ  για  να  μάθω  ότι  δύο  ξένοι  θα  έρχονταν  από  τη
  Μονεμβασιά, που ήταν μια μέρα δρόμος από μας.
    Άρα, σκέφτηκα, σήμερα θα λυθούν όλες οι απορίες μου που τόσες
  μέρες  τώρα  με  ταλαιπωρούν.  Καλά  το  είχα  καταλάβει,  γιατί  λίγες
  ώρες αργότερα και πριν από το μεσημεριανό τραπέζι κατέφτασε στο
  σπίτι  μας  μια  ακολουθία  αποτελούμενη  από  δύο  καλοντυμένους
  κυρίους, τέσσερις υπηρέτες και τα ζώα τους.
    Βέβαια όλοι τούς υποδεχτήκαμε με χαρά, καταπώς έπρεπε για το
  αρχοντικό μας και το επίπεδό μας. Οι δικοί μου τους έβαλαν αμέσως
  στο σαλόνι και μας παρουσίασαν σ’ αυτούς. Εκεί έμαθα πρώτη φορά
  ότι ο ένας ήταν Γενοβέζος, ο Μικέλε Ντόρια, κι ο άλλος Βενετός, ο
  Αντόνιο Μπάρμπαρο. Μας συστήθηκαν ως έμποροι, αλλά να πω εδώ
  ότι  εγώ  δεν  το  πολυπίστεψα.  Μάλλον  κάτι  άλλο  ήταν,  αν  και  δεν
  μπορούσα να καταλάβω τι.
    Ο  Γενοβέζος  ήταν  στην  ηλικία  του  πατέρα  μου,  ίσως  λίγο  πιο
  νέος, αλλά σχεδόν εντελώς καραφλός, με λίγα μόνο μαλλιά στο πίσω
  μέρος του κεφαλιού του. Επίσης αρκετά ψηλός θα έλεγα και ίσως και
  λίγο καμπουριαστός. Ο άλλος, ο Βενετός, ήταν πιο κοντός, μάλλον με
   44   45   46   47   48   49   50   51   52   53   54