Page 33 - ΑΝΤΙ - Τεύχος 23
P. 33

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ




















              TIGTPGC KOKKÀÀÀ PlZeC






































































                                                                                                                                                                                                                                                                                                      Πὲτρες, κόκκαλα, ρίζες, - ἴσως 9d εἶ-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      ταν ένοις ἐνδιαφὲρων τίτλος γιὰ μιὰ Ποι-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      ητική συλλογὴ μὲ «φιλοσοφικὲς» GE:-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      (bouc. Πὲτρές ἀπ’ τὰ ξερονηοια τῆς ἑξο-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      pîaç, κὸκκαλα ζώων ἁπορριγμὲνα ἀπ’





                                                                                                                                                                                                                                                                                                      τὸ κύμα στ’ ὰκρογιὰλι σὰν περίεργα




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      ἁκρωτηριαομὲνα ἀγαλμάτια] ρὶζες ἀπ’




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      τὶς παραθαλὰοοιες καλαμιὲς ποὺ oi χει-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      μωνιόιτικες φουρτοῡνες τὶς ξεθαύουν




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      καί, τήν ἂνοιξη, χάοκουν στὸ φως dou-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      νηθιστες, τριχωτὲς, ὰποθσρρημὲνες,




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      ὼοτόσο μυοτικὲς ἁκόμη καὶ σὰν ἁδι-





                                                                                                                                                                                                                                                                                                      όιφορες μπροοτὰ στὸ ξαφνικὸ ά ν a π ό -




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      τρεπτο ποὺ δὲν τὸχαν στοχαστεῑ μὲς




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      στὸ ὑγρὸ τους οκοτόιδι, καὶ τωρα η λια-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      κὰδα, ποὺ τὶς ὰποστεγνώνει, τὸ δείχνει




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      ξὲσκεπσ, καὶ σχεδὸν χαρούμενα, καὶ 0’





                                                                                                                                                                                                                                                                                                      αὺτὲς καὶ 0’ ἐμὰς.




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      K: αὐτὰ τὰ κλειοτά, σιωπηλὰ ττρὰ-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      γματα ἁποκτούν φωνη (ἠ ἑμεῑς ἀπο-





                                                                                                                                                                                                                                                                                                      κτοῡμε βαθύτερη ἀκοή), μιλοῡν, ὑπαγο-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      ρεὺουν αὐτὸ ποὺ εἶτον, αὐτὸ ποὺ θὸι





                                                                                                                                                                                                                                                                                                      μπορούσαν ὰκόμη νὰ εἶναι, ἴσως ἀπ’ τη



                                                                                                                                                                                                                                                                                                      γενικὴ ἀνάγκη τῆς ἐκφραοης ποὺ ἀντι-





                                                                                                                                                                                                                                                                                                      μὰχετοιι τη φθορὰ καὶ τη μοναξιὰ καὶ




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      φτὰνει στὸ ουμβιβαομὸ μιᾶς ἀνακοί-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      νωσης καὶ μετὰδοσης ποὺ μόνο αὐτη




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      μπορεῖ và ἑξαοφαλῑσει μέσα στὸ σύνολο




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      μιὰν ἁτομικη ἑπιβίωση.






                                                                                                                                                                                                                                                                                                      K’ οἱ ἂνθρωποι (ἀπ’ τὴν ἴδια ἀνάγκη




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      τῆς ἑκφρασης-ὲπιβίωσης) βρήκαν τὶς




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      τίὲτρες, τὶς ἀκουσαν, συνομῑλησαν μαζῑ




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      τους, τὶς χρησιμοποῑησαν (γιὰ σπῑτια καὶ




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      γιὰ ἀγάλματα), συνεργάοτηκαν μὲ μιὰν




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      ἀξιοθαύμαστη κὰποτε ἀμοιβωότητα καὶ




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      ἰσοτιμία. Ἰδίως οἱ ἑξόριοτοι, οἱ ἀπομο-





                                                                                                                                                                                                                                                                                                      νωμὲνοι, οἱ ὺποχρεωπκὰ σιωπηλοί,




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      βρήκαν καλὴ συντροφιὰ στὶς πὲτρες, ὰν-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      τόλλαξαν μυστικά, δὲοαν πραγματικὲς




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      φιλίες μὲ τὶς πέτρες. Κ’ ἐπειδή σ’ ἐκείνους




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      τοὺς τόπους λεῖπον (ἁπαγορε ὑονταν) τὰ




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      ὑλικὰ τῆς ζωγραφικῆς, ἠ πέτρα, τὸ βό·





                                                                                                                                                                                                                                                                                                      τοαλο, τὸ χαλῑκι προσφὲρθηκαν μὲ τὶς




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      λεῑες ἑπιφὰνειὲς τους ἠ μὲ τὶς γλυπτικὲς




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      ἑοοχὲς κ’ ἑξοχὲς τους σὰν ἁφθονη




                                                                                                                                                                                                                                                                                                      πρώτη ῠλη ποὺ πὰνω της μ’ ἕνα μαρκα-
   28   29   30   31   32   33   34   35   36   37   38