Page 36 - ΑΝΤΙ - Τεύχος 23
P. 36

ΠΕΤΡΕΟ ΚΟΚΚλλᾸ PIZGC




































                                                                                                                                                                                                                                                                                                    Προοιτο ὲπιτιεὸο Των εἰκόνων καὶ των




                                                                                                                                                                                                                                                                                                    σχημάτων), ἑξακολουθούμε να ανακα·




                                                                                                                                                                                                                                                                                                    λυπτουμε οτίς ριζες κατι βαθύτατα και




                                                                                                                                                                                                                                                                                                    τολμηροτατα ανθρώπινο, κατι Πολυ



                                                                                                                                                                                                                                                                                                    δικώ μας, κατι το «ανειπωτο», emu)-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                    μὲνο μὲ αττοατομωῑικὴ εἰλικρι-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                    V C Ι (X .






                                                                                                                                                                                                                                                                                                    Γι’ αυτο μΠορεῙ να ουνεχιοει κανεὶς να




                                                                                                                                                                                                                                                                                                    δουλεύει τις ριζες, Παρ’ ὀλο τὸ φοβο τῆς




                                                                                                                                                                                                                                                                                                    ἑπαναληψης. Κ’ oi ρῑζες ἐπαναλαμ-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                    βα νο νται, ὅπως ὲπαναλαμβὰνονται





                                                                                                                                                                                                                                                                                                    τα ἑ ν o TIK T α κι ὅπως ὲπαναλαμβανον-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                    ται oi βαοικὲς àÂâGc/eç: γέννηση,




                                                                                                                                                                                                                                                                                                    ἔρωτας, θάνατος’ ἡ, καλύτερα, ὅπως




                                                                                                                                                                                                                                                                                                    ἐπαναλαμβάνονται τα τρία βασικα




                                                                                                                                                                                                                                                                                                    ά γνωστα; ζωή, ἔρωτας, θάνατος.





                                                                                                                                                                                                                                                                                                     Τόοο λίγα, τὸοο απλα, τόοο ακατανο-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     ητα λὲνε οὶ ρίζες· - πάντα τὸ Ῑδιο, παντα




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     τήν ἷὸια ((απαίτηοη ὲπιβίωοης» (ἠ ἀθα-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     νασίας), πάντα τὸν ἕναν, μοναδικὸ καὶ




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     Παντοδυναμο ἁγώνα ὲναντια 0’ ὁλες




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     τις δυνάμεις τῆς φθορᾶς, τῆς αναπη-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     ριας, τῆς αδικίας (φυσικῆς καὶ κοινωνι·




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     κής), ἑναντια οτις δυνάμεις τού Θανάτου.




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     Αυτον τὸν αγωνα ἐκφραίουν οἱ ρίζες,




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     κ’ ἡ ὲπὲμβαοή μας Πανω τους ἶσως αὐτὸ



                                                                                                                                                                                                                                                                                                     να υπογραμμῑζει. Τόσο μονον. Ἐνὼ οὶ




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     ψυχολογικὲς καὶ πνευματικὲς αντανα-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     κλάσεις (Περιπλοκὲς καὶ ὲπιπλοκὲς) των




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     κυριων ὲνοτίκτων οτήν τέχνη τοῦ «δια-



                                                                                                                                                                                                                                                                                                     φοροποιημένου», ὁπως λὲμε, α’τὶομου




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     (του χιλιοκαταπιεομὲνου μὲοα οτη οη-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     μερινή κοινωνία) εἶναι ἀπειρες, τόοο




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     Που να ταυτῑζονται απατηλα και τιαρη-



                                                                                                                                                                                                                                                                                                     γορητικα μὲ τὸ ὰ πε ιρ o, με την αιωνια




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     ὅιαρκεια· - κι αὐτὸ σαν προσωπικὸς




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     ὰθλος τοῦ ανθρώπου που καταργεὶ




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     για λῑγο καὶ τὸν ατομικὸ μας Θανατο.



                                                                                                                                                                                                                                                                                                     Μπορούμε, λοιπόν, να ὲπιοτρὲφουμε



                                                                                                                                                                                                                                                                                                     οτὶς -ρῑζες, να τὶς παρατηρούμε, να τις




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     ὲρευνοῡμε, να τὶς δουλεύουμε (ὀοο μας




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     τὸ ὲπΓι-ρὲπουν) καὶ v’ αραὸιαζουμε σὲ




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     τραπέζια καὶ ράφια ἀνθρωπόμορφα τὲ-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     ρατα ἢ τερατόμορφους ἀνθρώπους,



                                                                                                                                                                                                                                                                                                     φαλλικοὺς ἁγίους καὶ καννιβαλικοὺς




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     ἑσταυρωμὲνους. ’Ύστερα να own‘ai-




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     νουμε καὶ ν’ ἁκοῡμε πιὸ μέσα, κλεὶνοντας



                                                                                                                                                                                                                                                                                                     μια στιγμή τα ματια, ώσπου καὶ παλι να




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     οτραφούμε οτήν ποίη οη - ἐκεῖ που




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     αἰσθανόμαστε να ε’ῑμ αστε (καὶ ταυτό-



                                                                                                                                                                                                                                                                                           , χρονα να λεὶπουμε) - ἐκεῖ πού τα πάντα



                                                                                                                                                                                                                                                                                                     εἰν αι. par- καὶ μόνα, - αδιαὶρεῖᾳ στήν,




                                                                                                                                                                                                                                                                                                     δια τοὺ λόγου, διαίρεσή τους και επανα-



                                                                                                                                                                                                                                                                                                     κτηοη τους.










                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                             Ἀθήνα, 24. v.74



                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                             Γ ιόννης Ρίτσος






  «ἀντὶ» ’75                                                                                                                                                                                                                                                                                            ( Ἀνέκδοτο)
   31   32   33   34   35   36   37   38   39   40   41