Page 40 - ΑΝΤΙ - Τεύχος 23
        P. 40
     Πέ τρα
                                                        Η ΑΓ ΕΛΑΔΑ TOY «ΟΡΕΣΤΗ»
                                                                                                                                                                                                                    Ῐοῡ Peter Bien
                    To κύριο θὲμα στὸν << Ὀρέστῃ» εἶναι ἡ πάλη μεταξὺ                                                                                                                                                                                  Στον «Ορέστηη. ἡ αποᾳ ασιοτικοτηῖα ὁὲν χλιυμιάζει ἀπὸ τὴ
                   περισυλλογὴς καὶ πράξῃς. Ὀ ἥρωας κάιέι μιὰ μα-                                                                                                                                                                                      οκέψη. μα ὸυναμὼιέι. ~Av καὶ ἡ περιουλλογὴ παραλύει τὸν
                   κρι νὴ πορεία σκέψης καὶ on) τέλος, μολονότι ἔχει                                                                                                                                                                                   ἡρωα για λέγον καιοο, τελικὰ ὁ “Οοέοτης οκοτιὶινει τὴν Κλυται-
                                                                                                                                                                                                                                                       μνήστρα καὶ ὁὲν τὸ m’n‘sl αὐτὸ ἀντίθετα ἀπὸ τὴν κατανόηση ποὺ
                   ἐμβαθύνει στῆν περιπλοκότητα τῆς ζωῆς, (δέχεται                                                                                                                                                                                     τοῦ χάρισε ἡ περιουλὶογή, α).λά σύμφωνα μ’ αὐτή.
                   τὴν πράξη. ’Ὲτσι are) ποίημα αὐτὸ ὁ Piroo; Sava-                                                                                                                                                                                    Ἂν καὶ ἠ πλοκὴ τοῦ ποιήματος εἶναι ἁπλῆ, οἱ ῐὸέες καὶ προ-
                   γράφει καὶ ἀλλάξει τὸν «Ἄμλετ», Ἐκεῖ,                                                                                                                                                                                               :tuv'nî); οἱ παρομοιώσεις εἶναι ὸύσκολες. Τονίζιι) τὶς παρομοι-
                                                                                                                                                                                                                                                       ώσεις γιατί πιστεύω πὼς καταλαβαίνουμε τις ἰὸέες toù ποιήμα-
                                                                                                                                                                                                                                                       τος ὂχι ᾰμεοα ἀλλὰ ἓμμεοα. δηλαδὴ ὸιαμὲοοι· μιᾶς ἑξαίοιας πα-
                   conscience does make cowards of us all.                                                                                                                                                                                             ρὲλασης ἂᾳθονιιγν παρομοιώσεων ποὺ οιγα-οιγα μεταμορφώ-
                   And thus the native hue of resolution                                                                                                                                                                                               νοκται ἀπὸ αἰσθητικῑι οὲ ὸιανοητικα στοιχεῖα καὶ μὰς ιιυοῡν
                   Is sicklied 0' er with the pale east ofthought. (ΙΙΙ. i83-85).                                                                                                                                                                      ἐῐσι (Πὸ (μιλοοοειικο περιεχόμενα
                                                                                                                                                                                                                                                       Ἀπ’ ὀλες τὶς εἰκόνες ποὺ ουναντοῠμε, ἡ οπουὸαιότερη νο-
                                                                                                                                                                                                                                                       μίζω εἶναι ἐκείνη τῆς παράξενης (Weldon; ποὺ ἔρχεται πρῶτα
                   ἡ συνεὶὁηοη μᾶς mil/£1 ὅλους àsz/Ïoiv;                                                                                                                                                                                              σαν Θὺμιοη τοῦ Ὀρέστη κι ὕστερα ἐμφανίζεται ἡ um. πολὺ
                   m ἔτσι to φυσικό τὸ χρῶμα τῆς (hm/am};                                                                                                                                                                                              παράλογα, στὸν ἐπίλογο, σὰν μιὰ ἐπισᾳρὰγωη τοῦ συγγραφέα,
                   ξασπρίζει μὲ τ’ ὠχρό ([κιασῖόωμα τῆς anew];                                                                                                                                                                                         ἡ μᾶλλον σὰν ιιιὰ πρόκλησή τοι· οτοὺς ἀναγνῶστεςι «Μὴν πα-
                                                                                                                                                                                                                                                       ραβλέψετε ἠ παρανοήοετε τὴν ἀγελάὸα ἀν θέλετε νὰ καταλὰβετε
                                                                                                                                                  (μετάᾳῑραση B. Ρώτα)                                                                                 τί θέλω να πώ»,
     	
