Page 42 - ΑΝΤΙ - Τεύχος 23
P. 42

SAN ΕΙΣΑΓΩΓΗ ZTA «XAPTINA»























                                                                                                                                         Τῆς Μάρως Δούκα












                                   ’70 - ’73. Σὲ κάποιες ὧρες ἀνάμεσα ποὺ ἱκέτευαν τὸ στῐχο νὰ κλείσει τὶς




                                   ρωγμὲς, ὧρες ὁύσκολες, γράφτηκαν καὶ τοῦτα τὰ ποιήματα, τὰ X άρτ ι να.



                                   Ἀπ’ τὸν Ὀχτώβρη τοῦ ’70 ἴσαμε τὸ Μάρτη τοῦ ’73 οἱ τρεῖς σειρέ;.· στόν




                                   ἐτήσιο κύκλο ἐναλλασσόμενες εἰκόνες κ’ ὕστερα ποὺ θρυμματῐζονται στῐς




                                   ἀνωαμπὲς τους καταυγάζοντας τὴν οὐσία στὰ φασματικά της χρώματα.




                                    Τὰ X άρ τ ι ν α ἧταν ἕνα ἀκαριαῐο ξαλάφρωμα, σὰν τὸ ἂχ ἢ τὸ ζήτω, ἕνα



                                    ἐπιφωνηματικὸ ξαλάφρωμα τοῦ λεπτοῦ, τὸ βίαια κι ἀνθρώπινα ἀναγκαῖο,




                                    ὅσο và ὁροσῑσεις τὰ χεὶλια σου, τὸ nagé/10310, ὅσο τόνέφιάλτη πού θεσπίζει




                                    τὴ ζωή σου καὶ τὴν ὀμορφαῑνει.




                                   "wa; κι’ ἑὸῶ, o" αὐτὰ τὰ ἀ κ a ρι a [a ποιήματα ποὺ εὔκολα ἐννοεῖς τὴ




                                   ὁιαθεσιμότητα τοῦ κενοῦ καὶ τὸ ξεχεῐλισμα τῆς ἀνάγκης νὰ εἰπωθεῖς,




                                   κυριαρχεῖ, ὅπως πάντα, ἡ φιλοσοφία τοῦ ποιητῇ, συμπυκνωμὲνη καὶ συμπα-




                                   γής, ὁοκιμασμένη στὸ χρόνο, ὁιαρκὴς ariç ἀντιθέσεις της, ὁικαιωμένη orig



                                   ὁιαψεύσεις τῃς, ἀγγίζοντας καὶ ξεπερνώντας τὴν οὐτοπῖα, γιὰ và φτάσει, νὰ



                                    καταλήξει θαταν σωστότερο, ἀντίστροφα στιά, ἀνοὸικὰ κ’ ἐπιστρέφοντας 0’



                                    αὐτὸ ποὺ ὁ ποιητὴς εἶπε παλαιότερα σφραγῑζοντας ἔτσι τὶς Πέ τρ ε ς ;


















                                                                     «Zwrÿ, — ἕνα τραῦμα στὴν ἀνυπαρξὶα»



















          Ὁ ὸλιγοσὺλλαβος στίχος καὶ τ’ ὀλιγόστιχα


          ποίημα σιὰ Χάρτινα ὁὲν εἶναι ἀκριβῶς τὸ ξε-


          χωρωτὸ στὴν ποίηση τοῦ Ρὶτσου.



          Τὸ ξεχωριοτὸ’ εἶναι αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ τὰ


          Χάρτινα, τὰ κατ’ εὐφημισμὸνῖ βέβαια χάρτινα,



          ὅπως μορῳοποιήθηκε τὸ ἐρέθισμα καὶ ξεχὰ-


          στηκε, πλάθοντας ἀλλα ἐρεθίσματα ἀναζητῶν-



          τας τὴ μορφή τους. Εἶναι ἡ πρωματικὴ ἐνδο-


          σκόπηση πίσω ἀπ’ τὸ ἐρέθισμα. κάτω ἀπ’ τὸ



          ἐρέθισμα, ὁ ἐφιάλτης ποὺ λαγαρεὺει καὶ τὸ


          καθημερνὸ ὅταν γυμν ὼνεται στὴν ἀγωνία του.



          "Osa συντελεῖται ατὰ λακωνικά, ἀπο θε-


          γματικὰ αὐτὰ ποιήματα, τὰ Χάρωνα, ὁὲν ε ναι



         οὔτε δύσκολο, οὔτε ἁπλό. μάνο ὀὸυνηρὸ στὴν ’


          ἔξω ἀπὸ μᾶς ἀποφασισμενη αῠθυπαρξία του.



          Καὶ τὸ μάτι μιᾶς κοσμικῆς νιότης ποὺ mugs—


          ται στή θνητότητά της γιὰ νὰ περάσει στὴν



          ὑποστασιακή της ἀθανασία.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                           i.















         Ἠ πεμπτουσία τῶν Aéäawv:                                                                                                                               Ἠ ἀπερανῐοσύνη τοὺ ποιήματος;                                                                                                                           Ἀπ’ ὅποιο πλευρὸ Kl ἀν γυρίσω




         Oi) λέξεις-ἔχουν KI ἀλλο φλούδι                                                                                                                        Τὸ ποίημα                                                                                                                                               6’ ἀκουμπήσω στὸ φίδι.




         παρα μεσα                                                                                                                                              χρόνια καὶ χρόνια                                                                                                                                       Καλύτερα ψηλά στὸ βουνὸ


                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        πάνω στὸ δέντρο
         κ’ ὴ ὑπομονὴ.                                                                                                                                          ψάχνει τὸν ἀναγνώστῃ του.                                                                                                                               ἡ στὸ σταυρό.
         ὅπως τά μύγδαλά




                                                                                                                                                                 Ἐκεῖ



                                                                                                                                                                πέφτει στά γόνοιτοι*ι




                                                                                                                                                                 κάτω ἀπ’ τὸν ἴσκιο                                                                                                                                     Σ’ ἕνα τοπῐο παμπάλαια ὅπου κι-



                                                                                                                                                                τών πιὸ μεγάλων φτερων                                                                                                                                  νήῼηκαν KI ἁνδραγὰθησαν oi AI-




                                                                                                                                                                μὲς mi] βαθύτερη νύχτα                                                                                                                                  xon:




         Ἠ ποίησε] ποὺ ἐπικαλεῖται                                                                                                                              μὲ τ’ ἀδειά πάγκάκιά των κήπων                                                                                                                         Αὐτοὶ ποὺ




         ὁ ποιητὴς νὰ συνδράμειι                                                                                                                                με τοὺς γάντζους στά δέντρα.                                                                                                                           μάς ὑπεράσπισάν





         Μὲς στά παιδιά κάΘονται oi γέροι                                                                                                                                                                                                                                                                               ἀπλά




         καὶ παίζουν πρέφά.                                                                                                                                      Μιὰ ἴδια φυγόκενῐρος δύναμιμ                                                                                                                          χωρὶς σχεδὸν và TÔ ξέρουν




         Πλάϊ                                                                                                                                                    Μέσα στὸν ἀγριον ἀνεμο                                                                                                                                κόβοντας ἕνα χόρτο



       πίσω ἀπ’ τὸ σανιδένιο χώρισμα                                                                                                                             (paw. «mm,                                                                                                                                             καὶ μασώντας το


                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        πεινασμένα.
       ,νυστάζουν oi νεκροί.                                                                                                                                     ἀπ’ τὸ ὕψος τοι) λευκότεροι) γλά-                                                                                                                     Μὴν τοὺς ξεχᾱστε,




         "OX! ὀχι -φώνάξε-                                                                                                                                       ρου-



        δὲ Θέλω νά βλέπω                                                                                                                                         ἐλευθερία.



         δὲ θῦω νά ξέρω                                                                                                                                                                                                                                                                                                 Μὲ τὴν αἰσθηση μιᾶς «Sinaqu βα- ’





         δὲν εἶναι δώ τὸ βασίλειό μου.                                                                                                                                                                                                                                                                                  ρύτητας»;


       βόηθα νὰ βγω.3                                                                                                                                            Mèc ἀπ’ τὶς πρισματικὲς δεσπόσεις                                                                                                                      Θ’ ἀλλάξεις θέση
         Ποίηση

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        Θά περπατήσεις ἁνάποδα

                                                                                                                                                                 μιᾶς ὰδιάφθορης Gino-1c:


   ,38







                                                                                                                                                                                                                                                        I
   37   38   39   40   41   42   43   44   45   46   47