Page 49 - ΑΝΤΙ - Τεύχος 23
P. 49
«Ἕνας ἅνθρωπος μόνος χαμογελάει
μὲς οτὸ οκοτάὸι» DP.
Τοῦ David Tonge
νες ἐπισκέψεις της οε ιιιικρινοι·ς ασθεκέῖς. ο
Ριτσος ιιας Map-s τα μπ).ὸκ ποι· εἶχε γεμίσει
με σκιτσα καὶ πορτραῐτα σι’νεξοριστων τοι·
στη Γυάρο καὶ τη ,Χερο ἠ τὶς πετρες, ζιιΝτανε-
μενες στα χέρια τον με τα πρόσωπα ποι· 0180(-
(ιζε πάνυ) τους ἀπό ’να μακριγο παρελθὸν
"Ok' αὑτά, με σπασμενα (ξι-Πλικα ποιι ειχε μά-
θει στὸ στρατόπεὸο με τη βοήθεια τῆς Αγκαθα
Κρίστι, μιας και τά βιβλία της ἠταν τα μονα
ποι· οἱ φρουροί τοι· τοι· ἐπέτρεπαν να οιαβά-
ζει.
Γιὰ τὸ Ριτσο, ὁπως καὶ για τόσους ἀλλοις,
αὐτὴ ἠταν μιά δεύτερη περίοδος ἐκτοπίσεων.
Στὴ Μακρόνησο. εἶχε κρύψει τὰ ποιήματά τοι·
σὲ μ.·τοι·κάλισ Θαμὲνα orb χῶμα. σε μέρη ποι·
τά ’ξεραν αὶ).οι τρεῖς αἱ),οι τοι· - ἐλπίζοντας
ὅτι ἕνας τὸνλάχιστον Θα ἐπιζοῠσε για νὰ τὰ
σώσει κάποτε. Ἠ άτμὸσᾳαιρα ἢταν τετοια
ἐκείνη τήν ἐποχή ὥστε ἕνας (ὑ)ος (τέλος, στήν
“ΑΘήνα, στὸν όποῑο εἶχε ἐμπιστευθεῖ τὰ μονα-
δικα χειρόγραφα τοῦ μοναδικοῦ μυθιστορή-
ματος ποὺ εἶχε γράψει. τὰ κατέστρεψε σε κά·
ποια στιγμὴ τρομοκρατιας καὶ πανικοῦ. Αὺτη
τὴ φορά, ὅμως, οἰ χωροᾳ ὑλακες τῆς Λέρου εἶ-
χαν τόσο πολὺ ἁπορροφηθεί ψάχνοντας τις
τοάντες με τὶς πετρες του, ὥστε ἶιᾳησαν να
τοὺς ξεᾳύγουν τὰ ποιήματά του. κρυμμένα
στὸν Miro τῆς βαλίτσας.
Οἱ συνθῆκες τώρα ἦταν, βέβαια, λιγότερο
ἀποτρόπαιες ὑπ’ ὀ,τι cri] δεκαετέα τοῦ ‘40. Τὸ
Ρίτοο, ἐν τούτοις, τὸν βάρυνε πολὺ περισ-
σότερο αὑτὴ ἡ δεύτερη ἐξορία. Εῖχαν περάσει
25 χρόνια καὶ τὸ μέλλον ὁὲν εμοιαζε νὰ ὑπό-
σχεται πιὰ πολλὰ. Περα, ὅμως, ἀπ’ αὐτὸ τὸ
πέσιμο xénon-xénon τοῦ τόνου, ὁ ἄνθρωπος
ποὺ ζοὶισε τὰ χρόνια τῆς ἐξορίας του περιορι-
σμένος στὸ σπίτι του. ἐκεῖ κοντὰ στὰ πα.λώ
Ὀ Ρίτσος στὸ στρατόπεδο τοῦ ἍηεΣτράτη, τὸν Μάρτιο ιιιιι 1··’
βυρσοδεψεῖα τής Σάμου. ἢταν ἕνας ἄνθρωπος
ἤρεμος καὶ γαλήνιος.
Ἐξόριστος στὸ Καρὶύβασι τῆς Σάμου. ὁ ἦταν - καὶ εἶναι ακόμα - ἡ γιατρος τῆς πώλης. "E νας ἄνθρωπος μόνος lagon}. ἀει μὲς (1τό
lawn; Ρίτσος συνήθιζε νὰ κάνει μακρινοι·ς Οἱ ὁιαταγὲς ὅμως τῆς Χιοροᾳυλακής ταν ξε- σκοτάὸι.
περιπάτους πάνυ) στὶς ἓρημες, τις σκεπαομενες κάθαρεςς «Οῦτε κτὺ,ημέρα.,.», Τοῦ κατακρα- ylow;71(ergL-(ogfïvàôzaxgivupéaaorôoxo-
“Ë βότσαλα ἀκρογιαλιές, ἢ νὰ παίρνει ἀργά. τοῦσαν τὴν ἱιὶ].ηλογραᾳ l'a του, ”Οσο για τα τη- τάόι.
“mm; πάντα. τὸν παραλιανῤ ὁρόμο. Περα μα- λέαιιΝα του... Ἐτσι. ακόμα καὶ να ἐπιχειρήσει Ἴσως γιατὶ μπορεῖνά à: axgivu τὸ σκοτάὸι.
κρῑά, στὸ τέλος τῆς μεγάλης παραλίας. μὲ τὰ να πλησιάσει κανείς τὸ σπίτι του, χωμένο στίς
Ειρα βότσα).ά της. πρόβαλλαν ὁρθια σπα- τριανταᾳυλλιὲς και τα γεράνια. ἀπαιτοῡσε τήν Ὴ πιοτη του στὸ μέὶλον ὁὲν ἀνάβλυζε μόνο
οῑξένα κουπιά. μιοστελειωμένα καῑκια κομ- κατάστρωοη ἐνὸς στρατιωτικοί· σχεὸίου - καὶ ἀπ’ τήν κουβέντα του, ἀπ’ τὰ «ἑπιγρὸψματα ἐλ-
μῖνα σκοινια κείτονταν ὰπλωμὲνα πρὸς τὸ βέβαια μὸνο σε ιῖιρες βραὸινές. ὅταν εἶχε πια πίδας» ποὺ πρόφερε για να «πετάξοιιν» σὰν
κὲὟὸ - ὅλα αὐτὰ τα ἀντικείμενα ποι1 συναν- σκοτεινιασει για καιά. πουλια στὸν ἀέρα· αὑτὴ ἡ πίστη του ὑπογραμ-
“me στα σύντομα ποιήματά του orb «Διαὸρο- Ὀ Νίκος Γερμανάνος. μεταᾳ ραστὴς τῆς μίζονταν mes βραδυ ἀπ’ τὸ φὼς ποὺ ἐξακο-
μος καὶ σκάλα», ποιήματα ποὺ τότε βρίσκον- Ριι)μιοσ·ι’·νης κι ἄλλων ποιημάτων τοῦ Ριτσοι· λουθοῡσε να ᾳωτίζει το παράθυρό του ὅταν
my πάνυ) στὸ γραφεῐο του. σχεὸιασμένα Θαρ- mu (Pf/lad. πρότεινε να κανοι·με ιιαζι αι’τέ ὅλοι οἱ ἄλλοι orb Καρὶοβαοι εἶχαν βυθιοτεῐ
9“; u'vui-rflv τὴν ἀκριβή, καλλίγραμμη, βυ- το ταξιὸι για μια συνάντηοη με τὸν ΙΙοιητή. στὸν ὕπνο, ἐνιῖ) αὐτὸς. τὸ παιδὶ τής Πριυτομα-
(Νἵῑνὴ γραφή του. Δυο ὁλόκληρα βράὸι·α περασαμε μαζί τοι· σι·- γιας’, ξενυχτοῦσε, ὑᾳαίνοντας τὰ μικρὰ ποι-
Τὴν ἐποχή ἐκείνη, Μαης τοῦ 1971, οι κάτοι- ζητιὶιντας ὣς τὴν αὐγή. ήματά του σε μιαν ἀκομα μεγάλη σύνθεση μέσα
χοῑ στὸ Καρὶώβασι ἦταν ἀκόμα ἀρκετα τρομο- Γ ια σι’νέντευξη. βέβαια, οἷ’τε λόγος. «Τὰ στὸ ἐργο του, για τὸ ὁποῐο (tq υβα πια σηιιερα τά
Τημένοι για να μ..·τοροῡν νὰ αἰσθανθοῡν λόγια μας πρέπει να πετοῦν ἐλεύθερα σὰν τὸν ζητιυγραιγάζιιυν,
περήᾳανοι γι· αὐτόν. 'O ἰὸιοκτήτης τοῦ nan; ε- :tm‘klà κι ὂχι να παγιὸεύονται ἀπ’ αὐτὸν ποι1
“nov, ὄπου καμιὰ (φορὰ σταματοῡσε για ’ἕνα τ’ ἀκούει», μοι· ἔλεγε ὸ Piton;
“ECO. ἑὸειχνε φανερή ἀμηχανία. Δεν ἢξερε Τὸ βράὸιι, ἀργά. ὅταν ὴ γυναικα τοι· πή- David Ïonge
πως νὰ τοῦ φερθεῖ, ἔστω m ἂν ἡ γυναίκα τοι· γαινε mix ν’ (manude ὕστερα ἀπ’ τὶς νυχτεοι- ‘ Ὀ Ρίτσος γεννήθηκε τὴν 1η Μιιῐοι· Wm).
45