Page 31 - ΑΝΤΙ - ΤΕΥΧΟΣ 29 - 1975
P. 31
ὅλοι, νά φτιάναμε ἕνα «πρόχειρο» τῆς ρουμε καὶ· κανένα ὑπνάκο; Κι“ ἡ φρίκη. τιρτίρια γρύλοι καὶ τζιτζίκια παραλλαγὲς
ζωῆς μας κί’ ὕστερα να τ’ ἀντιγράφαμε ἔξω, ἀναλλοίιιιτη. σε μαύρο κι’ ἀσπρο καὶ κάτι πελώρια φα-
στὸ καθαρό, τέλειο, ὅπως τὸ θέλουμε, ὅχι - Καὶ μήπως ὃὶϊ αὐτά δέν εἶναι ([110- νάρια τῆς αῖωνιότητας που ([»έγγουν καὶ
μιὰ κι’ ἔξω, ὅπως τιῖιρα. λογίας Μάλιστα ἐκτὸς θέματος. γιατὶ δὲ φυλάνε τὸ παλάτι τοῦ Ἀλκίνοου. Αὐτό.
Ἔλα ὅμως που τόφεραν οἱ περιστάσεις μάς εἶπες ἀκόμα κεῖνο που σε ρωτησαῑ ναί.
νά στηρίζεται ἡ κύρια βιοποριστική μου πως βλέπεις τωρα τὸ πρωτο σου βιβλίσ. τί Τί μένει σήμερα ἀπὸ τοῦτο τὸ βιβλίο;
δουλειά στὸν προφορικὸ λόγο, στῆ διδα- σχέση ἔχεις σήμερα μ’ αυτό, τί μένει γιίι Γιά τοὺς ἄλλους δέν ξέρω. Κεῖνο ποὺ ξα-
σκαλία ὅπου, ἀκριβῶς, ἀναστολὴ δὲ χω- σένα; ναβρίσκω εἶναι τὸ θέμα καὶ τὸ ἀγχος τοῦ
ράει, φεῦ, καὶ κάθε ἀδίκημα εἶναι αυτό- ὲΤί μένειῑ (θυμάσαι, εἶπα στῆν ἀρχή χρόνου, μέσ’ ἀπὸ τῆ μουσικὴ ἰδέα τοῦ ρυ-
(gogo. KL‘ έδῷ ἔτυχε τὸ ἀναπάντεχοῑ η πως μιά ἑρμηνεία βρίσκω γιά τὸ ἀλμα ἀπ’ θμοῡ ποὺ φαίνεται, δά, ῷς καὶ στὸν τίτλο.
ἀμεση, ἡ ζωντανῆ ἐπα(ρή καί σχέση μετὸν τὸ εγω στὸ «εμείς». γιά νά εξηγήσω πῶς f] Τῆ λύσσα T013 ἐπέκεινα, τῷν ὅσων δὲν
ἀλλον, ἡ σιωπηλῆ κριτική τῆς παρουσίας ἀτομικῆ περίπτωση T013 βιβλίου βρέθηκε παίρνει Ô ἀνεμος, μένει κεῖνο τὸ παδί ποὺ
του, Ô διάλογος ποὺ θὲς δὲ θὲς σ’ ὑπο- νάναι καπως γενικότερη, Λέω μήπως σὲ γλύτιι)σε ἀπ’ τὸν Κρόνο καὶ τὴν πατρικὴ
χρεώνει να βγεῖς ἀπ’ τὸ καβούκι σου καὶ κεῖνο που ἀρχικά ([αινόταν μοίρα ἀτο- βουλιμία, ὅχι έσὺ κι ἐγώ, τὰ φθαρτά του
0' ἀναγκάζει νά διορθώσεις τὸ «πρό- μικη κί’ εξαίρεση, μήπως κρυβονταν κατι ἀντίτυπα. Μένει, πῶς να τὸ πῷ, ἡ οὐτο-
χειρο» έπί τόπου, ἆρον-ἆρον. Ἀπὸ κα- κοινὸ καί γενικώτερο, ἀκριβῶς τὸ στοι- πική, ἡ κριτική του διάσταση κιῖ ἡ διπλῆ
νένα δέν έμαθα. δέν διδάχτηκα τόσα χεῑο ποὺ μένει, Na. πάρε τὴ μόδα ρετρό, τῆς ρίζαῑ τὸ παιδί, ἡ γυναίκα. Ἡ μὴ
πολλά γιά τὸν ἑαυτό μου ὥσ ἀπ’ τοὺς τωρα τελευταία. Τί συμβαίνεις Σάν νά ζη- «προσεταιρίσιμη» πλευρά του, οὔτε μα-
q οιτητές, μάλιστα περισσότερο ἀπὸ κεῖνα τάει ὁ κόσμος ὸ σημερινὸς νά βρεῖ κά- χητικὴ οὔτε ὀργανωμένῆ, , ἕνα πεῖσμα
ποὺ δὲ λένε, ὅπου ἀκουσα καποια δικιά ποιαν ἀκρη, γιατί καταντήσαμε κεῖ που μόνο, ἡ ἀρνηση νά δεχτεῖς τὸν κόσμο χω-
μου σιωπή. παρα ἀπ’ ὅσα λένε. Παιδαγω- ητάσαμε, σαν να ζητάει τὴ γενεαλογία ρὶς εὐεργέτημα ἀπογραφῆς, ἀρνηση τῆς
γικη ἀμοιβαία, σαν τὴν πολιτική. του, κατι δικό του, μιαν ἀναιρορά στὸ ζαβολιάς, τοῦ κάλπικου, τοῦ κίβδηλου,
εὈσσ για τῆ «μετάβαση σέ ἀλλο γένος», παρελθόν, στῆ ρίζα τοῦ Δευτέρου Εἰκο- τῆς αὐτολογοκρισίας (ἐπιμένωῑ τί ἀλλο
τὸ λεγόμενο θειιιρητικό, είδικότερα στῆ στου Αίωνα, που εἶδε τὸ q (ἶις, ἀν ἐπιτρέ- εἶναι f] Τέχνη ἀπὸ μιὸι γιγαντιαία αὐτολο-
q 0.00m] ία, οὔτε οὐσιαστικη οὔτε ἀμετά- πεται ἡ έκ([ραση,’κάπὸια καλοκαιριάτικη γοκρισία;), νά, κάτι συνθήματα διάχυτα,
κλητη εἶναι γιά μένα. Κοιτάζω τί ἔχω νά μέρα, πρὸς τη Χιροσίμα. πάνε τωρα κά- «ὸχι στὸ βόλεμα, στὸ δὲ-βαρυέσαι εμπάτε
πω καὶ πως θά τὸ πεῖ) κι” όχι ἀν ἀνήκει στὸ σκύλοι ἀλέστε» ἢ «κάτω ἡ συνθηκσλό-
τάδε ἠ στὸ δεῖνα συμβατικὸ εἶδος λόγου. γησῆ τὸ ἔπος τῆς ἀσκήμιας» ἢ «ἔξω οἱ
Άλλοίμονο ἀν ἔητανε ν’ ἀραδιαζεις στί- ἀνήλικοι». "0T1 ἡ ἱστορία σταματόιεί ἅμα
χους γιά νάσαι ποιητής. Βλέπεις εσυ κα- τὰ πρόσωπα μποῠνε πιά στῆ ζωή, στά εἴ·
μιά ποιοτικὴ διαηορά ἠ ἀνταγωνισμὸ κοσί τους χρόνια, δέν εἶναι καθόλου τυ-
ἀνάμεσα στῆ σκέψη καὶ στὴν έκῆραση, χαῖο. Μόνο ἕνα παιδί βρέθηκε νά φωνά-
στῆν CM] ἡ καὶ στῆν ἀκοή; Δε σου ([αίνον- ξειῑ «‘O βασιλιάς εἶναι γυμνὸς» σε κεῖνα
ται ἀλληλένδεταῑ Ἴσα-ἴσα ἐκεῖνος ὁ τὰ «Φορέματα τοῦ βασιλέως» τοῦ Ander-
καταμερισμὸς τῆς εργασίας, ô q ετιχι σμὸς ’ sen, τ’ ἀνύπαρχτα. Aï, ἕνα παι,δί εἶναι κι“
του ἐπαγγέλματος τῆς ἐξειδίκευσης (Βλ. ὲδῷ τὸ κεντρικὸ πρόσωπο τοῦ ἔργου, δη-
Κεη. «Περὶ ιἰλλοτριιῖισειιις»), καὶ ὕπο- λαδὴ τὸ τμῆμα έκεῖνο T013 ἑαυτοῦ μας
πτος εἶναι, ῐδεολογικά, κί’ ἐπικίνδυνος ποῦχει ὑποστεῖ τὴν ἀρχαιότερη καταπί-
στῆν πράξη, Ἐκάς σί βέβηλοι. Αἵ, ἀκρι- εση, τῆ βασική.
βως. μὲ τὸ ν’ ἀποκλείεις τὸ κοινό, τὸ Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, έδῷ T013 ἐμφυλίου
\ulgum pccus ἀπ’ 'IÔ χῷρο που τοὺς ἀνή- εκεῖ τοῦ ψυχροῦ πολέμου, ποιὸς ἀδειαζε
κει. γλωσσα καὶ λόγος γίνονται λίγο-λίγο για Reich καὶ τῆ «Μαζικὴ ψυχολογία T013
ἀπὸ εἰδικότητες προνόμια τῷν ἀριστίν- φασισμοῦ». Σήμερα ὸ καθένας ξέρει πὼς
δην. ὀλιγαρχίες καί ὄργανα ἐξουσίας καὶ οἱ δομὲς τῆς αὐταρχικῆς ἐξουσίας, χιτλε-
καταπίεσης. Δὲς σὲ τί Βαβὲλ ζοῡμε. ρικῆς ἢ ἀλλης, ριζώνουν κί’ εμπεδώνον-
ΙΙοιὸς καταλαβαίνει τί γλῶσσα μιλάει ὸ ται στὸν ψυχισμὸ T013 παιδιοῦ, ποὺ ἀνα-
σύγχρονος κόσμος κί’ ἡ ἱστορία μας, τρέφεται με τὴν τρομάρα, τὸ (ρόβο καὶ τὴν
ποιὸς εἶναι σε θέση νά τὴν ἀποκρυπτο- ἀνάγκη τὴ ζωτική τῆς ἰσχυρῆς πατρικῆς
γραφήσειῑ Καὶ τί ζωὴ χωρὶς αὐτά θά κά- ἐξουσίας. Βία = ἀσφάλεια.
μεις, χωρὶς συνείδηση T013 τί 0013 γίνεται; Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὅ,τι παιδικὸ ἦταν καὶ
“Ο λόγος δὲν εἶναι ροῡχο να ντύσουμε παθολογικό. ”Α, τίποτε σοβαρό, μὴν ἀνη- ,
τοὺς γυμνούς. στολίδι που τὸ φορᾶς σε συχεῑς. "Ana κοιταχτεῖς. θεραπεύεται.
ξένο, νεκρὼ ὑλικό, εἶναι στοιχεῖο ἀμεσο που τριάντα χρόνια. Τί έγινε ἀπὸ τότει Προσαρμόζεσαι. “Ὀταν κάποια μέρα,
καὶ καθημερινό, εἶδος πρώτης ἀνάγκης Μπορῶ να πῷ τὴν έννοια μὲ λίγα λόγια; ἐκειδά κατά τὸν Μάη τοῦ 68, τί βλέπιι);
σὰν τὸν ἀέρα ἢ τὸ νερό. Ἀπ’ τῆν καλῆ- T‘ ὁμαδικὸ φονικὸ τοῦ πολέμου μετατο- Δρόμοι, συνοικίες, τοῖχοι, έργοστάσια,
μὲρα ποὺ λέμε ὣς τὰ πἰὸ ἀφηρημένα μα- πίστηκε πρὸς τὴν περιφέρεια, 0' ἀλλες πανεπιστήμια, γέμισαν στῆ -Γαλλία ἀπὸ
θηματικὰ σύμβολα κυριαρχεῖ παντοῦ. ἠπείρους, ὅπως κάτι πάει νὰ ψέξει, λένε, συνθήματα, ὄνειρα, καυμοὺς που τὰ φω-
"Av μείνει ὑπόθεση ἀποκλειστικὴ τῆς σὰν ὑιπόσχεση ἀνατολῆς. Τὸ θαυμαστὸ νάζουν, ἔλεγες, λαὸς παιδιῶν. Ὁ βασι-
λογο-τεχνίας, ὅπως τὸ Ὡραῖο, λέει, τῆς ταξίδι ἀπὸ τῆ Γῆς εἰς τὴν Σελήνην ἀφησε λιάς ἤτανε γυμνός, τσίτσιδος, καὶ τόβλε-
Αῐσθητικῆς, ἅμα φυλὰς τὴ φαντασία, τὴν μιά γεύση στάχτῆς, τὸ ὕψος δὲ βρισκόταν παν πιά χιλιάδες, έκατομμύρια κόσμος
ποίῆση γιὰ τῆν Κυριακὴ ἀργία, τὸ εἰκο- στῆν κατεύθυνση που νομίζαμε, στὸ διά- καὶ παράτησαν τὴ δουλειά βδομάδες
νοστάσι τῆς Τέχνης, λὲς κί’ εἶναι ἁγια- στημα. Στὴν Ἑλλάδα ὅπου τρέχει λιγό- ὸλόκλῆρες καὶ πήρανε Ià σοκάκια καί
σμὸς νὰ ραντίσεις τὸ σπίτι τὶς χρονιάρες τερο αἷμα κι’ ἱδρῶτας, βία καὶ πολιτεία τοὺς δρόμους καὶ ξεχύθηκαν νά ζητάνε
μέρες, τότε ἀντὶ νὰ γίνει ὁ λόγος σάρξ, πᾶν’ ὡστόσο νὰ ταυτιστοῡνε, σαλταδόροι ὸχι μόνο τὸ 13% αὔξηση ποὺ τελικὰ τοὺς
καθημερινό μας ψωμί, ζωὴ νὰ ποτίσει τῆ καὶ μαυραγορίτες βρίσκονται στῆν ἀνά- δόθηκε, μά ἕνα κόσμο στὰ μέτρα τοῦ
ὃουλειά, τὸν ἔρωτα, τὸ δρόμο, γίνεται πτυξη καὶ θέλουν νὰ (ράνε, ἐμπρὸς γιὸι τὸ ὀνείρου τους, κάτι ἁπλούστατο, τῆν εὐτυ-
ἀσχολία ἀκαδημαϊκὴ καθαυτὸ φιλο- μεγάλο (ραγοπότι. Καὶ παντοῦ κείνη ἡ λί- χία, ναί, κείνη τὴν περιβόητη «ποιότητα
λογία, ὅπως λὲς νεκρο-(ριλία, κάτι σὰ βί- γὸα, τὰ καυσαέρια τῆς ψυχῆς, τοῦ νε- ζωῆς» ποὺ τὰ καθεστῶτα τῆς ποσότητας
’ ” τσιο καὶ διαστροφή. Γίναμε ὅλοι προ- όπλουτου ô ἀέρας. Τὸ γέλισ μαράθηκε, τὸ καὶ T013 κέρδους προσεταιρίστηκαν
, οδευτικοὶ μὲ τὸ ἀζημίωτο. Διαβάζου-με, λαϊκὸ τραγούδι κί’ αὐτὸ σιγὰ-σιγὰ μᾶς μάνι-μάνι. Ἀντί-σχολεῖο, ἀντι-οἰκο-
γράφουμε ἐμπρηστικὰ βιβλία, τὸ αἱμα καληνυχτίζει. ’ γένεια, πλῆθος ἄλλα «ἀντὶ» γίνανε πιά
» τρέχει, ποτάμι στῆ σκηνή, ἡ ἐπανάσταση Τί μένει; Ἡ Πεντάμορφη νὰ γυαλίζει θέματα δημόσια καί στοιχεῖα πολιτικῆς
“ πέτυχε στὴν τηλεόραση, ὁ λαὸς πῆρε τὴν κάθε μέρα τ’ ἀσημικά της τὰ πανάρχαια πάλης.
ἐξουσίας-Αὐλαία. Ζῆσαν αὐτοὶκαλὰ καὶ να ξεβγάζει στὸ λουλάκι τὴ μπουγάδα ἡ «”Ημουν εἴκοσι χρονιῖι. A‘s θ’ ἀφήσω
μέῖς καλλίτεραΓ A1,, πάμε τώρα νὰ πά- ” μεγάλη συκιὰ πασπαλισμένη πούλιες καὶ ποτὲ κανένα νά πεῖ πὼς εἶναι ἡ ὡραιό-
31