Page 99 - παράξενες ιστορίες με γάτες
P. 99

απ’ το κεφαλάρι. Ύστερα  έβγαλε τα ρούχα υπηρεσίας
           και τα ακούμπησε προσεκτικά στην  καρέκλα. Το μα-
           ραμένο σώμα της, που διαγραφόταν κάτω απ’ το φτη-
           νό  κομπινεζόν,  καθυστέρησε,  για  λίγο,  τη  ματιά  της
           στον απέναντι καθρέφτη. Κάθισε στην άκρη του κρε-
           βατιού αγγίζοντας με ανοιχτές παλάμες το λευκό σε-
           ντόνι σαν να το καλόπιανε . Έγειρε αργά το κορμί της
           στο πλάι με τα πόδια της διπλωμένα. Στάθηκε ακίνητη
           για δυο λεπτά κι ύστερα πήρε βαθιά ανάσα και τεντώ-
           θηκε.  Άφησε  τότε  το  σώμα  της  να  χαλαρώσει  κάτω
           απ’ τα σκεπάσματα. Ήταν η πρώτη φορά που κοιμό-
           ταν σε κρεβάτι ξενοδοχείου. Ένιωθε το μαλακό στρώ-
           μα να ανακουφίζει   την πλάτη της και  χαμογελούσε
           στη  σκέψη  πως  τα  σεντόνια  θα  αποκτούσαν,  επιτέ-
           λους,  τη  μυρωδιά  του  δικού  της  κορμιού.  Σαν  να
           ντράπηκε ξαφνικά γι’ αυτό, κάλυψε το κεφάλι της με
           το σκέπασμα, κρατώντας το σφιχτά με τα χέρια, για
           να μη γλιστρήσει και αποκαλυφθεί. Στεκόταν ακίνητη
           με  τα  μάτια  ανοιχτά  ακούγοντας  την  καρδιά  της  να
           χτυπά δυνατά. Ίσως στο πλάι να ήταν καλύτερα, σκέ-
           φτηκε.  Γύρισε  κι  άφησε  την  κουβέρτα  να  της  αγκα-
           λιάσει την πλάτη. Χάιδεψε το αδειανό μαξιλάρι δίπλα
           της. Την ευχαριστούσε η εικόνα του δεύτερου μαξιλα-
           ριού, σε αναμονή μιας παρουσίας. Έκλεισε τα μάτια,
           τύλιξε σφιχτά με τα χέρια το σώμα της και φαντάστη-
           κε πως ήταν εκείνη το προηγούμενο βράδυ σ’ αυτό το
           κρεβάτι, περνώντας τη νύχτα μέσα στην αγκαλιά που
           της  έλειπε.  Τότε,  κατάλαβε,  πως  η  ιστορία  που
           έψαχνε, δεν υπήρχε ούτε για εκείνη και δάκρυσε.
           Η Φρόσω, εκείνο το αποσήμερο, δεν είπε καμιά ιστο-
           ρία στον Μηνά. Οι δυο τους μοιράστηκαν τη σιωπή
           που είχε φέρει η μνήμη της απουσίας. Ο γάτος, σαν να
           κατάλαβε τη σιωπηρή ιστορία της κυράς του, άφησε
           το μαξιλάρι του καναπέ κι ανέβηκε στην ποδιά της για
           να την  συντροφεύσει μ’ ένα παρηγορητικό γουργού-
           ρισμα. Κι η Φρόσω, μ’ ένα χάδι, τον ευχαρίστησε που


                                     98
   94   95   96   97   98   99   100   101   102   103   104