Page 102 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 102

«Ω, μεγαλειότατε, εγώ… Εγώ…»
    «Χα  χα!»  γέλασε.  «Τι  έπαθες;  Έχουμε  ξανασυναντηθεί,  έτσι  δεν
  είναι;»
    «Ω, ναι! Σας… σας θυμάμαι από…»
    «Μα το ξέχασες; Δε σε είχα πάρει στην αγκαλιά μου μικρή όταν
  ήσουν  στον  Μυστρά,  τότε  που  με  γλίτωσες  από  κείνη  τη…  τη
  συμμορία;»
    «Α ναι… δίκιο έχετε», είπα και ξεροκατάπια συνεσταλμένα.
    «Μάλλον με ξέχασες, Άννα», είπε ο Κωνσταντίνος με προσποιητή
  κατήφεια.
    Αλλά  ο  πατέρας  μου  δεν  το  πήρε  καθόλου  έτσι.  Τον  είδα  που
  έτριζε  τα  δόντια  του,  καθώς  ο  Δεσπότης  έφευγε  για  την  επόμενη
  οικογένεια ευγενών. Κατάλαβα ότι δεν τα είχα πάει καλά. Όφειλα να
  τα διορθώσω.  Έτσι νόμιζα,  δηλαδή.  Και τότε…  την έκανα  πάλι την
  παλαβομάρα μου!
    Έφυγα  από  τη  σειρά  μου  –πράγμα  ανεπίτρεπτο  για  τη  σωστή
  αυλική  τάξη–  και  πήγα  και  τον  βρήκα.  Περιττό  να  πω  ότι  όλος  ο
  «καλός»  κόσμος  με  κοίταζε  έκπληκτος  που  είχα  παραβιάσει  αυτή
  την  τάξη.  Έβηξα  λοιπόν  κι  ο  Κωνσταντίνος  γύρισε  και  με  κοίταξε
  χαμογελαστός.
    «Καλώς την», μου είπε καλοσυνάτα.
    «Ελπίζω, μεγαλειότατε, να μας κάνετε την τιμή κάποια μέρα να…
  και…»
    «Και… Τι;»
    «Εμ… τι θα λέγατε να γευματίζαμε μαζί;» του είπα χαμογελαστά,
  αλλά και κάπως ναζιάρικα συνάμα.
    «Οι δυο μας;» με ρώτησε με κάποια έκπληξη.
    Οι άλλοι από δίπλα είχαν σχεδόν παγώσει από την αυθάδειά μου.
    «Εννοώ, ναι… όχι, όχι, θέλω να πω… με την οικογένειά μου, αν
  έχετε τη διάθεση».
    «Ναι, γιατί όχι;» μου λέει με ένα πλατύ χαμόγελο.
    «Ωραία!» είπα χαρούμενη.
    «Κανόνισέ το με τον πατέρα σου και πες του να μου το μηνύσει».
    Εγώ  έκανα  μια  μικρή  υπόκλιση  και  ταυτόχρονα  ένιωσα  ένα
  τράβηγμα από πίσω.
   97   98   99   100   101   102   103   104   105   106   107