Page 97 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 97
στριμμένος άνθρωπος ήταν, ακριβώς τότε «διαφώνησε» με τα γραπτά
του πεθαμένου δασκάλου του, του Πλήθωνα, κι έκαψε δημόσια τα
βιβλία του! Τελικά κι αυτός πέθανε άσημος και λησμονημένος το
1472 σε κάποιο μοναστήρι, εγκαταλειμμένος από τους φίλους του.
Αυτά τα είπα για να καταλάβετε με τι ανθρώπους είχε να κάνει ο
πατέρας μου.
Εκείνο το μεσημέρι λοιπόν ο πατέρας συνέχισε να ανακοινώνει τις
εντολές του:
«Αν συναντήσετε τον αυτοκράτορα, θα υποκλιθείτε και δε θα
μιλήσετε αν δε σας μιλήσει. Επειδή είσαστε κόρες μου, όλοι σάς
έχουν στο μάτι».
«Και τι σημασία έχει αυτό;» ρώτησε η Μαρία.
«Προσοχή! Δε δίνετε υποσχέσεις, δε δέχεστε δώρα, για να μην
πουν ότι μας δωροδοκούν, δεν πίνετε και δεν τρώτε τίποτα αν δεν το
δοκιμάσει ο ευνούχος σας».
«Γιατί;» ρώτησε η Θεοδώρα.
«Μήπως μας δηλητηριάσουν;» πρόσθεσα εγώ.
Η μητέρα έγνεψε καταφατικά.
«Κατανοητά όλα αυτά;» ρώτησε ο πατέρας με αυστηρό ύφος.
Είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτά
που άκουγα. Εγώ αλλιώς είχα φανταστεί τη ζωή στο παλάτι.
Ο πατέρας συνέχισε:
«Μη νομίζετε ότι ήρθατε εδώ για διασκέδαση. Αυτά να τα
ξεχάσετε. Εδώ μέσα… σεμνά και ταπεινά… σεμνά και ταπεινά!» είπε
τονίζοντας μία μία τις λέξεις του.
Δηλαδή ήρθα σε μια χρυσή φυλακή; αναρωτήθηκα. Κι ύστερα από
μια μικρή παύση, ρώτησα:
«Με άλλα λόγια, πατέρα, πρέπει να προσέχω ακόμα κι όταν
αναπνέω;»
Η επιβεβαίωση ήρθε τώρα με ένα νεύμα του Εμμανουήλ.
«Έχουμε περισσότερους εχθρούς παρά φίλους», είπε κι ο Γαβριήλ.
«Και πώς θα τους ξέρουμε εμείς αυτούς;» ρώτησα.
«Οι ευνούχοι σας τους ξέρουν. Θα σας λένε κάθε φορά σε ποιον
θα μπορείτε να μιλάτε άφοβα», συμπλήρωσε ο πατέρας.
Αυτή ήταν η πρώτη κρυάδα που πήρα στην Πόλη από τον πατέρα