Page 121 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 121
φιλάει με πάθος. Κόντεψα να τρελαθώ. Προφανώς και καταλήξαμε
στο κρεβάτι. Κάναμε αμέσως έρωτα, αλλά κατάλαβα ότι απόψε ήταν
μάλλον βιαστικός. Χμ… κάτι συμβαίνει μ’ αυτόν, σκέφτηκα. Τον
είδα να σηκώνεται και να μαζεύει τα ρούχα του από το πάτωμα. Μα
τι κάνει; Ντύνεται;
Και πριν προλάβω να τον ρωτήσω, μου λέει με ένα πονηρό
χαμόγελο:
«Σήκω ντε! Τέτοια υπέροχη καλοκαιριάτικη νύχτα και θα την
περάσουμε στο κρεβάτι πάλι;»
«Μα πώς… πώς θα βγούμε έξω;»
«Έλα που σου λέω! Σήκω και θα δεις, σήκω και… θα δεις, Άννα!»
επανέλαβε, και το ύφος του, αν μη τι άλλο, υποσχόταν εκπλήξεις.
Άρχισα να ντύνομαι, αν και διατηρούσα επιφυλάξεις για την
αποψινή μας έξοδο. Τι έχει πάλι στο μυαλό του, ο τρελός;
σκεφτόμουν καθώς πήγαινα να φορέσω ένα κίτρινο φουστάνι.
«Μαύρο φόρεσε…» μου είπε.
«Μαύρο;»
«Ναι, ακριβώς. Και ό,τι πιο στενό… κάτι σαν… αντρική φορεσιά.
Έχεις;»
«Για ποιο λόγο;»
«Θα ξεχωρίζουμε λιγότερο στο σκοτάδι και θα κινούμαστε πιο
εύκολα».
Έψαξα στην ντουλάπα μου. Πράγματι, βρήκα κάτι σε σκούρο.
Αλλά δεν έμοιαζε με αντρική φορεσιά. Το έριξα πάνω μου για να το
δει. Εκείνος με πλησίασε και με ένα μαχαίρι το μεταποίησε… όσο
αυτό ήταν δυνατόν. Τον βοήθησα πρόχειρα με μια βελόνα και
κλωστή που είχα σ’ ένα κουτάκι. Ύστερα από μισή ώρα περίπου
ήμουν έτοιμη.
Ο Μαρίνος με κοίταξε διερευνητικά.
«Εντάξει;» ρώτησα απρόθυμα.
Μου έγνεψε καταφατικά.
«Και τώρα;»
Προχώρησε προς το παράθυρο κάνοντάς μου νόημα να τον
ακολουθήσω.
Λίγο αργότερα ήμασταν στον κήπο. Με προσοχή και σκυφτοί,