Page 169 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 169

αυτός  ζήτησε  από  τον  Νοταρά  να  την  προσλάβει,  και  πράγματι
  εκείνος,  θέλοντας  να  ανταποδώσει  μια  εξυπηρέτηση  που  του  είχε
  κάνει παλιότερα ο έμπορος, την έφερε σπίτι μας.
    Ο  μικρός  όμως  την  είχε  ερωτευτεί  σφόδρα.  Και  για  να  την
  ευχαριστήσει,  όπως  πίστευε,  ήταν  επιμελής.  Μίλαγε  εξαιρετικά,  θα
  έλεγα, τα τουρκικά, τα περσικά και τα αραβικά. Προφανώς κι αυτή
  τον αντάμειβε, κι όχι μόνο με τα «μπράβο». Γιατί ο μικρός μας ήταν
  και  πολύ…  ενεργητικός.  Φαντάζομαι  ότι  καταλαβαίνετε  τι  εννοώ!
  Ήταν  και  ωραίο,  ψηλό  παλικάρι  και,  μεταξύ  μας,  το  είχε  πάρει  και
  λίγο πάνω του, σαν κοκοράκι.
    Αυτή δεν ήθελε και πολύ να τον ξελογιάσει με τα προσόντα της.
  Προφανώς και τον είχε σύρει στο κρεβάτι και του είχε μάθει όλα τα
  ερωτικά  μυστικά.  Εμείς  οι  γυναίκες  ξέρουμε  πολύ  καλά  ότι  οι
  εραστές  στο  κρεβάτι  ανοίγουν  το  στόμα  τους  σαν  μικρά  παιδιά
  προκειμένου να καταφέρουν να κάνουν έρωτα. Σκεφτείτε τώρα τον
  Ιάκωβο,  που  όντως  ήταν  μικρό  παιδί.  Κελάηδησε  στα  στήθη  της
  πάνω σαν πουλάκι! Γιατί, ο ανεπρόκοπος, ό,τι λέγαμε στο τραπέζι ή
  μάθαινε από τη μάνα ή τον πατέρα, της τα έλεγε χαρτί και καλαμάρι.
    Το πώς το έμαθε ο Νοταράς δεν το ξέρω. Αλλά το σίγουρο είναι
  ότι, όταν το έμαθε, έκανε δύο πράγματα: Πρώτον σάπισε στο ξύλο
  τον  Ιάκωβο  που  από  τότε  τον  μίσησε  πολύ  τον  πατέρα  μας.  Το
  δεύτερο ήταν ότι έστειλε στα βασανιστήρια τη λεγάμενη κι εκεί τα
  ξέρασε όλα. Επιπλέον της έκοψε τα στήθη για τιμωρία, αφενός γιατί
  είχε ξελογιάσει τον μικρό του γιο κι αφετέρου για να ομολογήσει την
  προδοσία της. Προφανώς και διέκοψε τα μαθήματα. Μετά άκουσα να
  λένε  ότι  τη  βρήκανε  κάπου  σ’  ένα  χαντάκι  λίγο  πριν  αρχίσει  η
  πολιορκία.  Φήμη  ήταν…  αλήθεια  ήταν…  δεν  το  ξέρω.  Πάντως  εγώ
  δεν την ξαναείδα στο σπίτι μας.
    Έτσι, μια μέρα ο πατέρας, την ώρα που τρώγαμε όλοι μαζί, μας το
  ανακοίνωσε πανηγυρικά. Είχε πετύχει το στόχο του, δηλαδή να βρει
  τον κατάσκοπο που δρούσε μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Κι εκεί μου
  ομολόγησε και κάτι άλλο:
    «Αρχικά νόμιζα ότι ήσουν εσύ».
    «Ε όχι δα και η Αννούλα μας!» με υποστήριξε η μάνα.
    Εγώ δε μίλαγα.
   164   165   166   167   168   169   170   171   172   173   174