Page 174 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 174
τον ρώτησα πολλές λεπτομέρειες, αλλά αυτός, ως γνήσιος
κουτσομπόλης, μου εξήγησε. Επρόκειτο για μια που γύρναγε από
θέατρο σε θέατρο, ηθοποιός της κακιάς ώρας, και μαζί με την τέχνη
της ασκούσε και το αρχαιότερο επάγγελμα. Στόχος της –όπως
άλλωστε διέδιδε και η ίδια– ήταν να καταφέρει να χωθεί μέσω ενός
γάμου στο παλάτι και… να βολευτεί.
Λοιπόν, για να επανέλθω, αυτές τις δυο τις είχε πάρει στο κυνήγι
η μάνα μου και τους πέταγε πράγματα βρίζοντάς τες. Έπεσα από τα
σύννεφα! Δεν πρόλαβα να πάρω ανάσα και αμέσως βλέπω την Ελπίδα
να επιστρέφει σε έξαλλη κατάσταση και να μου φωνάζει:
«Εσύ μέσα και να μην το κουνήσεις από κει!»
«Μα εγώ, μάνα… Τι συμβ…»
«Μέσα!» ούρλιαξε σαν πραγματική μέγαιρα.
«Μητέρα, νομίζω ότι…»
«Κι εσύ, ευνούχε», είπε στον Σωτήριο, «μέσα κι εσύ! Δε θα
βγείτε αν δεν πάρετε εντολή!» πρόσθεσε σχεδόν απειλητικά.
Αυτός έκανε μια βιαστική υπόκλιση και με τράβηξε μέσα. Αλλά
πριν προλάβει να κλείσει την πόρτα, άκουσα πάλι τη μάνα μου να
ωρύεται. Προφανώς έβριζε τον πατέρα. Τι «κωλόγερε» τον είπε, τι
«σα δεν ντρέπεσαι και θες να διευθύνεις μιαν αυτοκρατορία στη θέση
του αυτοκράτορα» –πράγμα που ήταν πολύ βαριά κατηγορία, και
μάλιστα να ακούγεται μέσα στο παλάτι και από τα χείλη της
γυναίκας του πρωθυπουργού, παρακαλώ!– τι «βλαμμένε και ηλίθιε»,
και πολλές άλλες ακατονόμαστες κουβέντες που εγώ δεν επιτρέπω
στον εαυτό μου να επαναλάβει. Εκείνο το απόγευμα ακούστηκαν
πολύ βαριά λόγια, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε γίνει.
Υπέθεσα ότι ο πατέρας είχε ερωμένες εκείνες τις παρδαλές…
μόνιμες, έκτακτες… δεν το έμαθα. Και τους έκανε τσακωτούς η μάνα
μου. Γιατί, να πω και τούτο, εκείνη την ώρα υποτίθεται ότι η μάνα
είχε πάει επίσκεψη σε συγγενείς μας στην Πόλη. Αλλά επέστρεψε πιο
γρήγορα από το αναμενόμενο κι έτσι… έγινε το μοιραίο. Βέβαια κι ο
πατέρας μου αντέδρασε και, σαν χεροδύναμος που ήταν, έπεσε και
ξύλο μεταξύ τους.
Το κατάλαβα το βραδάκι, όταν πια είχαμε ηρεμήσει και καθίσαμε
στο τραπέζι να φάμε. Λοιπόν σας λέω ότι ο πατέρας είχε μώλωπες