Page 175 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 175
στο πρόσωπο, αλλά βέβαια δεν τόλμησα να τον ρωτήσω τι είχε γίνει.
Ο Ιάκωβος δεν κάθισε να φάει μαζί μας, ισχυρίστηκε ότι τάχα δεν
είχε όρεξη ή ότι ήταν άρρωστος… δε θυμάμαι και καλά.
Πάντως η μάνα ούτε ζωγραφιστό δεν ήθελε να δει τον Νοταρά.
Από μια μεριά ευχαριστήθηκα για ό,τι είχε συμβεί. Του χρεια-
ζόταν του πατέρα να την πάθει κι αυτός μια φορά. Αλλά με έτρωγε
και η περιέργεια να μάθω λεπτομέρειες. Έτσι κάποια στιγμή πήγα και
βρήκα τον μικρό μου αδελφό στο δωμάτιό του και τον ρώτησα αν
ήξερε κάτι παραπάνω. Ήμουν άτυχη. Δυστυχώς δεν ήξερε. Απλώς,
μόλις του είπα τα νέα, έβγαλε ένα επιφώνημα χαράς λέγοντας:
«Υπάρχει και Θεός, τελικά!»
Πίστεψα ότι το θέμα είχε λήξει εκεί. Κι άλλες φορές άλλωστε
είχαν καβγαδίσει οι δυο τους, αλλά πάντα επικρατούσε η γνώμη του
Νοταρά την ώρα του καβγά. Στη συνέχεια όμως γινόταν αυτό που
ήθελε η Ελπίδα. Ε μα… γυναίκα ήταν. Τι περιμένατε; Ότι δε θα
μπορούσε να τον τουμπάρει;
Αλλά φαίνεται ότι το πράγμα είχε παραγίνει με τα χρόνια. Και το
λέω αυτό γιατί η μάνα μου τελικά έβγαλε όλα τα απωθημένα της
εκείνη την περίοδο και το τράβηξε ακόμα περισσότερο το σκοινί…
εννοώ μέχρι να σπάσει. Αυτό το έμαθα από τον Σωτήριο έπειτα από
κάποιες μέρες. Γιατί η Ελπίδα πήγε στον ίδιο τον αυτοκράτορα
Κωνσταντίνο!
«Είναι σίγουρο;» τον ρώτησα μην μπορώντας να πιστέψω αυτό
που είχα ακούσει.
«Σου λέω, Άννα, ότι είναι εγγυημένη η πληροφορία. Από φίλο
ευνούχο κάποιου αυλικού των ανθενωτικών, ο οποίος το έμαθε από
μια παλλακίδα αυτού του αυλικού».
«Λοιπόν;» ρώτησα.
«Μου είπε ότι η μάνα σου τα είπε όλα στον αυτοκράτορα. Το
γερο-Νοταρά τον εξευτέλισε εντελώς».
«Α μπα;»
«Να δεις πώς χάρηκαν ο Σφραντζής και οι δικοί του…»
«Χμ…»
«Άκουσα ότι είχαν κι ένα μικρό τσιμπούσι για το γεγονός».
«Βρε Σωτήριε, λες να ήταν δική τους δουλειά;» τον ρώτησα καθώς