Page 229 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 229
προβληματίζομαι. Ξέρω κι εγώ πώς θα με δέχονταν; Κι αν μας
σκότωναν όλους ως προδότες; Ότι τάχα είχαμε προδώσει τον αδελφό
τους τον αυτοκράτορα και τον είχαμε εγκαταλείψει; Όλα τα περίμενα
από αυτούς!
Όχι. Θα το συζητήσω πρώτα με τον πεθερό μου, τον
Μπερτούκκιο Κονταρίνι, και πιστεύω ότι θα βρούμε μια λύση,
σκεφτόμουν. Αυτός είναι σώφρων και λογικός άνθρωπος. Απ’ την
άλλη υπάρχει και η Βενετία. Είναι μια καλή προοπτική. Εκεί ζουν
αρκετοί Ρωμιοί και μάλιστα έχουν και τη δική τους συνοικία, λίγο
πιο έξω από το κέντρο, σε κάποια νησιά που ενώνονταν μεταξύ τους
με γέφυρες.
Αλλά εκείνες τις μέρες διαπίστωσα άλλη μια φορά πόσο εφήμερα
είναι όλα και ότι ποτέ δεν πρέπει να κάνουμε μακρόπνοα όνειρα.
Γιατί «σήμερα είμαστε και αύριο δεν είμαστε», που λέει και η
παροιμία. Το λέω αυτό γιατί το πλοίο μας τελικά αποδείχτηκε ένας
μεγάλος σκυλοπνίχτης. Πέσαμε δυστυχώς σε καταιγίδα καθώς
πλησιάζαμε σε ένα νησί. Ο καπετάνιος είπε ότι ήταν η γενοβέζικη
Χίος κι ότι εκεί ήταν το μοναδικό κοντινό και ασφαλές λιμάνι.
Λοιπόν έστρεψε προς τα κει το πηδάλιό του.
Αλλά δεν είχαμε τύχη, η καταιγίδα μας πρόφτασε. Δυο μέρες
σχεδόν βολόδερνε το καρυδότσουφλό μας και τα θεόρατα κύματα μας
χτυπούσαν μανιασμένα και μας πήγαιναν μια από δω και μια από κει,
χωρίς να μπορούμε να κάνουμε κάτι. Οι ναύτες μας ήταν
πεπειραμένοι, αλλά τι μπορούσαν να κάνουν μπροστά στα στοιχειά
της φύσης; Είναι δυνατόν να αντιπαλέψεις τους αέρηδες, τα κύματα
και το κρύο μέσα στην καρδιά του χειμώνα; Θυμάμαι μάλιστα ότι
κάποια στιγμή είδα να έρχεται καταπάνω μας ένα τεράστιο κύμα,
ίσαμε είκοσι μέτρα ψηλό… ίσως και παραπάνω. Παναγία μου… τι
είναι τούτο πάλι; Τι θεριό! Τι να κάνω τώρα; σκεφτόμουν.
Σταυροκοπήθηκα και παρακάλεσα την Παναγία να με σώσει, μόνο
και μόνο για να δω το παιδί μου και τον άντρα μου, τον Μαρίνο. Και
υποσχέθηκα ότι κάθε τέτοια μέρα, αν σωθώ, θα την περνώ μόνο με
νερό και ψωμί! Και κράτησα την υπόσχεσή μου μέχρι σήμερα στη
Βενετία, αδιάκοπα.
Λοιπόν, δεν είχα καν προλάβει να τελειώσω την προσευχή μου