Page 233 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 233
«Όποτε θέλετε, ο άρχοντας θα επιθυμούσε να σας δει», μου λέει ο
γιατρός σε μια στιγμή μαζεύοντας τα εργαλεία του.
«Μπορώ και τώρα;» ρώτησα.
«Ναι, αν θέλετε. Από μένα πάντως είστε ελεύθερη και… είστε πια
αρκετά καλά».
«Α, πολύ ωραία!» είπα χαρούμενη και άρχισα να ντύνομαι. «Θα
ήθελα πολύ να περπατήσω. Τόσο καιρό στο κρεβάτι… αλήθεια πόσες
μέρες έχω εδώ;»
«Πέντε, τις πιο πολλές με πυρετούς».
«Νομίζω ότι αισθάνομαι περίφημα», είπα. «Παρακαλώ, πείτε του
ότι το μεσημέρι θα ήθελα να φάμε μαζί».
«Ποια είστε… για να τον ενημερώσω».
«Λέγομαι Άννα…»
Εδώ σταμάτησα. Ποιο επώνυμο να δώσω; Το πατρικό μου ή του
αυτοκράτορα; Ή μήπως του αγαπημένου μου που ήταν και Βενετός;
Και στις τρεις περιπτώσεις υπήρχαν αρνητικά σημεία.
«Άννα… τι;»
«Άννα Νοταρά, η κόρη του Μεγάλου Δούκα στην
Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας μου έπεσε στην Πόλη κατά τη
διάρκεια της πολιορκίας μαζί με τον αυτοκράτορα».
Ο γιατρός έκανε μια μικρή υπόκλιση κι έφυγε.
Άραγε ξέρει ο γιατρός ότι είμαι η χήρα του αυτοκράτορα; Κι ο
Ιουστινιάνης θα με θυμηθεί; Τον είχα συναντήσει μόνο μια φορά.
Πώς θα μου φερθεί τώρα; Χμ… ίσως είμαι και τυχερή. Αν βρω εδώ
κάποιους από τους τραπεζίτες της Γένοβας ή αντιπροσώπους τους…
Αν μου έδιναν τα χρήματα που έχει εκεί ο πατέρας, θα ήταν
καταπληκτικό. Αλλά θα τα καταφέρω; Αν μου τα δώσουν
προκαταβολικά, γλιτώνω το ταξίδι στη Γένοβα και θα έχω αρκετό
χρήμα για την Πόλη, να βρω τους δικούς μου. Αλλά πάλι… θα
πειστούν οι Γενοβέζοι;
Πήγα προς το παράθυρο και κοίταξα έξω μακριά τη θάλασσα.
Παρά το ότι ήταν χειμώνας, ήταν εντελώς γαλήνια. Θαρρούσες ότι
ήταν καλοκαίρι, αν εξαιρέσεις το κρύο. Και οι άλλοι, ο καπετάνιος, οι
στρατιώτες μου… τι να κάνουν; Τους περιποιήθηκαν άραγε ή…
Όλα αυτά και πολλά άλλα τριγύριζαν στο μυαλό μου καθώς