Page 231 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 231

Αν  είναι  χριστιανοί…  δεν  μπορεί,  θα  σε  λυπηθούν,  Άννα,
  σκεφτόμουν. Ναυαγός είσαι και μάλιστα γυναίκα. Όλα θα πάνε καλά.
  Κουράγιο, Άννα μου, έδινα θάρρος στον εαυτό μου. Το χρειαζόμουν.
  Υπολόγιζα ότι το πολύ μέχρι αργά το απόγευμα, και με τη βοήθεια
  ενός  απαλού  ρεύματος  που  ένιωθα  να  με  σπρώχνει  προς  το  μέρος
  εκείνο, η θάλασσα θα με είχε ξεβράσει σε κάποια ακτή.
    Ο καλός Θεός μού είχε παρασταθεί και είχε ακούσει όλες μου τις
  προσευχές. Μάλιστα ένιωθα το κορμί μου να κατακλύζεται από μιαν
  απίστευτη  δύναμη,  που  ποτέ  ξανά  δε  μου  είχε  συμβεί.  Μα  τι  είναι
  πάλι  και  αυτό;  σκεφτόμουν.  Νιώθω  σαν  να  μπορώ  να  κολυμπήσω
  ακόμα  και  χωρίς  αυτό  το  ξύλο.  Αλλά  όχι,  Άννα,  δεν  είναι  ώρα  για
  βλακείες. Κράτα το καλά! Και κάνε υπομονή, έλεγα στον εαυτό μου.
    Λοιπόν κολύμπησα… κολύμπησα όσο μπορούσα και τελικά, όταν
  ο  ήλιος  είχε  ανέβει  αρκετά  ψηλά,  διαπίστωσα  ότι  πλησίαζα  σχεδόν
  στην ακτή. Ήταν μια πανέμορφη παραλία με αμμουδιά. Εξαντλημένη,
  αφέθηκα στο κύμα ελπίζοντας να με βγάλει στη στεριά.
    Όταν ξύπνησα, ήμουν πάνω σ’ ένα κρεβάτι. Άνοιξα τα μάτια μου
  κι ένιωσα το κεφάλι μου να καίει. Δεν ήταν ο ήλιος, αλλά ο πυρετός
  που είχα ανεβάσει. Πετάχτηκα πάνω κι άρχισα να φωνάζω διάφορα
  ακαταλαβίστικα.  Μπήκαν  δυο  υπηρέτριες  –πρέπει  να  ήταν  κι  ένας
  άντρας μαζί τους– και με ηρέμησαν. Εκείνος κάτι μου έδωσε να πιω
  και ξεράθηκα πάλι στον ύπνο.
    Ξύπνησα  πάλι  ύστερα  από  δύο  μέρες,  όπως  μου  είπαν.  Με
  ενημέρωσαν δε ότι ήμουν στο παλάτι ενός ονομαστού άρχοντα που
  λεγόταν  Ιουστινιάνης.  Το  μυαλό  μου  πήγε  σε  ένα  πρόσωπο  για  το
  οποίο μου είχε μιλήσει ο μακαρίτης ο σύζυγός μου, ο αυτοκράτορας.
  Ήταν   ένας   Γενοβέζος   μισθοφόρος   που   είχε   έρθει   στην
  Κωνσταντινούπολη  για  να  πολεμήσει  με  την  ομάδα  του  κατά  των
  Τούρκων. Μάλιστα ο αυτοκράτορας τον είχε διορίσει και αρχηγό του
  στρατού.  Λες  να  είναι  τελικά  αυτός;  αναρωτήθηκα  μέσα  στην
  παραζάλη μου.
    Όταν  συνήλθα  εντελώς,  είδα  να  στέκεται  όρθιος  από  πάνω  μου
  ένας  καλοντυμένος  κύριος  που  μου  συστήθηκε  λέγοντάς  μου  ότι
  ήταν ο γιατρός μου.
    «Είστε στη Χίο, στο παλάτι του άρχοντα Ιουστινιάνη», είπε και
   226   227   228   229   230   231   232   233   234   235   236