Page 226 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 226
Εξάλλου έχω φροντίσει να στείλουν από τη Βενετία ανθρώπους να
τον βρουν».
Τον κοίταξα τώρα με κάποια ελπίδα.
«Τι νόμιζες; Έτσι θα τον άφηνα το γιο μου στους Τουρκαλάδες;»
«Και… και τι νέα έχουμε από αυτούς;» είπα και σκούπισα τα
μάτια μου.
«Τους περιμένω… Θα περιμένω μέχρι τα Χριστούγεννα».
«Μα θα έχει περάσει τόσος καιρός και…»
«Αυτό λέω κι εγώ. Μέχρι τότε θα ξέρουμε… ευελπιστώ».
«Α όχι», επέμεινα. «Δεν… δεν αντέχω άλλο, πατέρα. Θέλω να
ξέρω στα σίγουρα, ζει ή πέθανε; Κι αν είναι το δεύτερο, πού είναι
θαμμένος; Δεν αντέχω άλλο, μου λείπει τόσο πολύ…» είπα κι έβαλα
πάλι τα κλάματα.
Με χάιδεψε με στοργή.
«Μα τόσο πολύ τον αγαπάς;»
«Ναι, είναι… είναι η ζωή μου. Όλη μου η ζωή!»
«Και… ο άλλος;»
«Ποιος άλλος; Ποτέ δεν υπήρξε άλλος», είπα, αν και ήξερα πού το
πήγαινε.
«Ο αυτοκράτοράς σου», είπε χωρίς περιστροφές.
«Αυτόν… αυτόν τον τιμώ. Πάντα θα τον τιμώ».
Με κοίταξε ζητώντας περισσότερες εξηγήσεις.
«Είναι… ήταν ο τελευταίος απ’ όλους. Και πέθανε γενναία
υπερασπιζόμενος την πατρίδα. Αλλά ποτέ δεν τον είδα σαν άντρα
μου… Ποτέ!» είπα με ένταση στη φωνή μου.
Έτσι λοιπόν πέρναγαν οι μέρες η μια μετά την άλλη στο Ναύπλιο,
περιμένοντας κάποια είδηση για τον αγαπημένο μου. Αλλά δε θα
περίμενα και αιώνια. Ο πεθερός μου έβλεπε που έλιωνα καθημερινά
σαν το κερί από την έλλειψη και την απουσία του Μαρίνου μου. Το
γάλα μου τέλειωσε σε ένα μήνα. Δεν είχα τη δύναμη να κάνω τίποτε
άλλο και πήρα μια τροφό για τον μικρό Λουκά. Τελικά ο
Μπερτούκκιος είδε κι απόειδε και μου έδωσε την άδεια να φύγω για
την Πόλη. Το αποφάσισε τελικά με μισή καρδιά. Ο άνθρωπος έκανε
ό,τι μπορούσε για να με μεταπείσει, αλλά δεν τα κατάφερε.