Page 227 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 227

21
  Ήταν  μια  γκρίζα  μέρα  του  Νοέμβρη  του  1453,  όταν  το  πλοίο  μου
  ξεκίνησε  από  το  Ναύπλιο.  Η  μοίρα  μου  ήταν  να  ξαναγυρίσω  στην
  Πόλη για να βρω εκείνον που αγαπούσα πιο πολύ απ’ όλους και απ’
  όλα… ακόμα κι από τη ζωή μου! Ήμουν αποφασισμένη για όλα. Ο
  κόσμος  να  χαλάσει,  θα  τον  βρω…  ζωντανό  ή  νεκρό!  Δεν  μπορεί…
  κάπου θα είναι.
    Λοιπόν  εκείνο  τον  Νοέμβριο  σαλπάρισα  μ’  ένα  εμπορικό.  Θα
  πηγαίναμε  κατευθείαν  στην  τουρκεμένη  πια  Κωνσταντινούπολη.
  Μαζί μου είχα και πεντακόσια χρυσά δουκάτα για τα έξοδά μου και
  για  τους  ανθρώπους  που  έπρεπε  να  πληρώσω.  Αλλά  σίγουρα  δε  θα
  μου έφταναν. Ήξερα βέβαια ότι ο πατέρας είχε χρήματα σε τράπεζες
  της  Βενετίας  και  της  Γένοβας.  Αλλά,  αν  ο  Νοταράς  ήταν  όντως
  νεκρός,  όπως  έλεγαν  όλες  οι  πληροφορίες,  και  όλοι  οι  δικοί  μου
  επίσης χαμένοι, ποιος θα πιστοποιούσε την ταυτότητά μου ώστε να
  μπορέσω να  πάρω αυτά  τα  χρήματα; Γιατί  σκόπευα να  πάω πρώτα
  στο Πέρα, στους Γενοβέζους τραπεζίτες, και να τα διεκδικήσω. Μου
  ήταν απαραίτητα.
    Είχα  βέβαια  μαζί  μου  χαρτιά  και  έγγραφα  του  διοικητή  του
  Ναυπλίου με την επίσημη σφραγίδα της Βενετίας. Επίσης ομολογίες
  σε Ναυπλιώτες συμβολαιογράφους που έκαναν ενυπόγραφα κάποιοι
  μάρτυρες  Ρωμιοί  πρόσφυγες  από  την  Πόλη.  Αλλά  και  πάλι,  θα
  αρκούσαν όλα αυτά;
    Τούτα  κι  άλλα  πολλά  απασχολούσαν  το  μυαλό  μου  καθώς
  ταξίδευα προς τη Βασιλεύουσα. Αλλά τι λέω… Πλέον, τον Νοέμβριο
  του  1453,  η  Κωνσταντινούπολη  είχε  καταντήσει  η  καρδιά  του
  οθωμανισμού.  Πάνε  οι  όμορφες  εκκλησιές  μας  με  τους  ολόχρυσους
  τρούλους.  Είχαν  γίνει  τζαμιά.  Χάθηκαν  και  τα  παλάτια,  είχαν
  απομείνει  μόνο  ερείπια.  Πάνε  οι  πλατείες,  οι  γειτονιές  με  τα
   222   223   224   225   226   227   228   229   230   231   232